Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Λίβανος Κρίση ταυτότητας πίσω από την πολιτική κρίση




Χρήστος Ιακώβου


Αν επισκεφθεί κανείς το Λίβανο και δει ή ακούσει ξαφνικά στο δρόμο ένα ασθενοφόρο να τρέχει τότε ο κόσμος αυθόρμητα θα πει μία στερεότυπη φράση: Είτε πρόκειται για μία νέα δολοφονία πολιτικού προσώπου που αντιτίθεται στη συριακή επιρροή στο Λίβανο είτε πρόκειται για μια σιίτισσα γυναίκα έτοιμη να γεννήσει. Αυτή η φράση, με μεγάλη δόση μαύρου χιούμορ, κατά βάθος αντανακλά την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα στο Λίβανο και αποτυπώνει ταυτοχρόνως την βαθιά κρίση ταυτότητος που χαρακτηρίζει το κράτος αυτό από την εποχή της ιδρύσεώς του.

Η σημερινή κρίση πηγάζει από δύο παράγοντες: α) από τις προσπάθειες της Χιζμπολλάχ και των φιλοσυριακών πολιτικών δυνάμεων να προκαλέσουν σταδιακώς παράλυση του κράτους και, τέλος, να οδηγήσουν την κυβέρνηση του σουννίτη πρωθυπουργού, Φουάντ Σινιόρα, σε πτώση και β) από το κενό το οποίο δημιουργήθηκε με το πέρας της θητείας του τέως προέδρου Εμίλ Λαχούντ τον περασμένο Νοέμβριο. Μετά το τέλος της τριετούς παράτασης που έλαβε, ο Λαχούντ παραιτήθηκε και μεταβίβασε την εξουσία στον πρωθυπουργό. Έκτοτε τα πολιτικά κόμματα απέτυχαν να συμφωνήσουν στην εκλογή νέου προέδρου οπότε οι προ μακρού υφέρπουσες διαφορές ήλθαν εκ νέου στην επιφάνεια.

Παρά το ότι οι δυνάμεις που σήμερα στηρίζουν την κυβέρνηση Σινιόρα (η αποκαλούμενη συμμαχία της 14ης Μαρτίου) διαθέτουν απόλυτη πλειοψηφία στο 128μελές κοινοβούλιο του Λιβάνου και μπορούν να εκλέξουν μαρωνίτη πρόεδρο με την δεύτερη ψηφοφορία εντούτοις δεν το έχουν πράξει φοβούμενες την αντίδραση της Χιζμπολλάχ και κατ’ επέκταση της Συρίας. Από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2005, η πολιτική δυναμική του κυβερνητικού συνασπισμού συνερικνώθη εξαιτίας των αλυσιδωτών δολοφονιών βουλευτών και άλλων δημοσίων προσώπων που αντιτίθενται σφόδρα στη συριακή ανάμειξη στο Λίβανο. Οι δολοφονίες αυτές ανάγκασαν τους υπολοίπους να λάβουν αυστηρά μέτρα προστασίας τα οποία αρχίζουν από περιορισμό κινήσεων έως αποφυγή δημοσίων εμφανίσεων. Παρά το ότι η Συρία απορρίπτει σφόδρα οποιαδήποτε ανάμειξη σ’ αυτές τις δολοφονίες εντούτοις το κύμα της βίας έχει αγγίξει μόνο το αντισυριακό στρατόπεδο γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όσο περισσότερο καθυστερεί η εκλογή νέου προέδρου, και πιο ειδικά διακειμένου φιλικώς προς τη Συρία, η πολιτική των δολοφονιών θα γίνεται συνοδευτικό στοιχείο της εκλογής του νέου προέδρου ανοίγοντας ένα νέο κύκλο βίας που θα επαναλάβει το γνωστό παρελθόν του Λιβάνου. Ήδη, η κρίση των τελευταίων ημερών καταδεικνύει ότι κάποιες δυνάμεις ετοιμάζονται γι’ αυτό το ενδεχόμενο.

Έστω και αν ακόμη η τρέχουσα κρίση εκτονωθεί, το βαθύτερο πρόβλημα του Λιβάνου δεν επιλύεται, δηλαδή η κρίση ταυτότητος η οποία είναι ριζωμένη σε μακροχρόνιες κοινωνικοπολιτικές τάσεις. Η πιο σημαντική από αυτές είναι η δημογραφική μετατόπιση προς όφελος των σιιτών. Λόγω των ευαίσθητων πολιτικών ισορροπιών που προκαλεί η δημογραφία δεν έγινε νέα απογραφή στο Λίβανο μετά από αυτή που διενήργησαν οι Γάλλοι αποικιοκράτες το 1932 και η οποία έδινε ελαφρά υπεροχή στους χριστιανούς. Σήμερα, είναι πλέον τοις πάσι γνωστό ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός του Λιβάνου υπερκέρασε τον χριστιανικό, με ραγδαία αύξηση των σιιτών, οι οποίοι το 1932 ήταν ολιγαριθμότεροι των σουννιτών. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αύξησης των γεννήσεων ανάμεσα στους σιίτες και της αύξησης της μετανάστευσης ανάμεσα στους χριστιανούς. Υπολογίζεται ότι, μετά την κρίση του 2006, περισσότεροι από 100,000 χριστιανοί έχουν ζητήσει βίζα από ξένες πρεσβείες και εάν δεν έχουν μεταναστεύσει ετοιμάζονται γι’ αυτό.

Αυτές οι πραγματικότητες ανεγνωρίσθησαν στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν κατά τη διεύρυνση του κοινοβούλιο αντικαταστήθηκε η παλιά αναλογία του 6:5 προς όφελος των χριστιανών με την αρχή της χριστιανο-μουσουλμανικής ισότητας, παρά το ότι οι μουσουλμάνοι είναι ήδη σε αναλογία 60:40 έναντι των χριστιανών.

Από τα μέσα του 1970, οι κύριες αντιμαχόμενες ομάδες στο Λίβανο ήταν οι Μαρωνίτες και οι Σουννίτες. Εκάστη πλευρά διέθετε τους δορυφόρους και προστατευόμενους της ανάμεσα στις άλλες θρησκευτικές ομάδες (δρούζοι, χριστιανοί ορθόδοξοι, σιίτες). Σ’ αυτό τον ανταγωνισμό ισχύος οι σιίτες έπαιζαν περιφερειακό ρόλο και συχνά περιορίζοντο στο ρόλο του παρατηρητή. Από το 1982, όταν το Ισραήλ εισέβαλε στο Λίβανο και κατέλαβε για 20 χρόνια το νότιο τμήμα της χώρας, οι σιίτες οργανώθηκαν και βρήκαν πολιτική έκφραση στην μαχητική δράση της Χιζμπολλάχ εναντίον του Ισραήλ. Έκτοτε θα αρχίσουν προοδευτικώς να πιέζουν για περισσότερο συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η Χιζμπολλάχ παραμένει η μοναδική ένοπλη ομάδα και αυτό της δίδει σήμερα την δυνατότητα να διαπραγματεύεται με το κράτος από θέση ισχύος.

Ανεξαρτήτως της έκβασης της σημερινής κρίσης, ο παράγοντας Χιζμπολλάχ εξέρχεται ενισχυμένος. Η οργάνωση έβαλε για άλλη μία φορά την σφραγίδα της στις πολιτικές εξελίξεις και τα αιτήματά της παραμένουν στο τραπέζι. Το ερώτημα όμως που προκύπτει από αυτά είναι: αν τελικά υπάρξουν δραματικές αλλαγές, κάποια στιγμή στο μέλλον, και οι σιίτες κυριαρχήσουν στον Λίβανο αυτό θα σημαίνει κυριαρχία της Χιζμπολλάχ και της ιδεολογίας της στη χώρα; Αυτό θα εξαρτηθεί από την πολιτική και ιδεολογική επιρροή που θα μπορέσει η οργάνωση να έχει στο σύνολο της σιιτικής κοινότητας του Λιβάνου, καθώς επίσης, και από την επιρροή που θα συνεχίσουν να ασκούν εξωγενείς παράγοντες στην οργάνωση αυτή, όπως η Συρία και το Ιράν. Ως εκ τούτου, οι εσωτερικές εξελίξεις στο Λίβανο θα συνεχίσουν να επηρεάζονται από τις περιφερειακές ισορροπίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.