Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Τουρκία: Συμβιβασμός εις βάρος της δημοκρατίας

Μαντίλα, ο φερετζές του νέου συντάγματος

Του ειδικού απεσταλμένου της Monde Diplomatique Niels Kadritzke*
*Δημοσιογράφος

Στην Τουρκία, η κυβέρνηση του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η οποία επεδίωκε να αλλάξει το σύνταγμα ώστε να επιτρέπεται στις φοιτήτριες να φορούν την παραδοσιακή μαντίλα στα δημόσια πανεπιστήμια, φαίνεται ότι τώρα υπαναχωρεί, προκειμένου να μην προκαλέσει την μήνιν του κεμαλικού στρατοπέδου, και ιδιαίτερα των στρατιωτικών της χώρας.
Παραμένει, όμως, πιστή στην αρχική της πρόθεση να καταργήσει την ισχύουσα διάταξη, και είναι πλέον αποφασισμένη να άρει την απαγόρευση χωριστά, με τη συναίνεση, μάλιστα, και των εθνικιστών του ΜΗΡ. Πάντως, οι μαζικές διαδηλώσεις κατά της μαντίλας στην Άγκυρα έδειξαν ότι το στρατόπεδο των κεμαλιστών δεν θα αποδεχθεί εύκολα τις εξελίξεις αυτές.
Ο ιστορικός Αϊχάν Ακτάρ, οπαδός του μπάσκετ, εκτιμά ότι "το Γενικό Επιτελείο υποχρεώθηκε να αρκεστεί σε μια άμυνα ζώνης", μια τακτική επιλογή με την οποία υποτίθεται θα ωθήσει τον αντίπαλο στο λάθος, σε μια ανοιχτή επίθεση ενάντια στον κοσμικό χαρακτήρα. Και, παρότι ο Ερντογάν και ο Γκιουλ διακηρύσσουν καθημερινά την προσήλωσή τους στο κοσμικό κράτος, οι στρατιωτικοί δηλώνουν ότι και μόνον η άρση της απαγόρευσης της μαντίλας αποτελεί ανοιχτή επίθεση ενάντια στις ιδρυτικές αξίες του κεμαλικού κράτους.

Η αρχή της "λαϊκότητας"
Όμως, στην Τουρκία, η απαγόρευση της μαντίλας στα πανεπιστήμια δεν είναι ούτε νόμιμη ούτε συνταγματική. Η καθοριστική καμπή χρονολογείται από ένα απλό διάταγμα του 1989 του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο καθιστούσε τη "λαϊκότητα" ως "την υπέρτατη αρχή της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής". Αφού, λοιπόν, η αρχή αυτή είναι από τότε ανώτερη από όλες τις άλλες, κανείς δεν μπορεί "να επικαλείται οποιαδήποτε ελευθερία εάν αυτή δεν είναι συμβατή με την αρχή της λαϊκότητας".

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι εξίσου σημαντικό: αυτό που οι κεμαλιστές εννοούν ως λαϊκότητα δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εννοούμε στη Γαλλία, τη Γερμανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Η έννοια "λαϊκλίκ" δεν ισοδυναμεί με το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, αλλά με τον έλεγχο της θρησκείας από το κράτος. Είναι ο λόγος ύπαρξης της προεδρίας των θρησκευτικών υποθέσεων (DIB) - της διεύθυνσης που οργανώνει και επιβλέπει το χαναφιτικό σουνιτικό ισλάμ. Η προεδρία υποτίθεται ότι προασπίζεται το ιδανικό ενός ομοιογενούς έθνους, με την έννοια της "τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης" που έγινε κρατική ιδεολογία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, και διαδίδεται μέχρι σήμερα σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια στην Τουρκία. Με αυτό το πνεύμα η DIB ορίζει τους ιμάμηδες και παρέχει στα δημόσια σχολεία τα υποχρεωτικά θρησκευτικά μαθήματα.

Ο πολιτειολόγος Σαχίν Αλπάι περιγράφει την DIB ως το κρατικό εργαλείο για την πολιτική που αναφέρεται στη σουνιτική ταυτότητα. Καθώς η συγκεκριμένη διεύθυνση χρηματοδοτείται από τους φόρους, όλοι οι μη σουνίτες Τούρκοι, περιλαμβανομένων των εβραίων ή χριστιανών πολιτών, πληρώνουν για να υφίστανται διακρίσεις: θεωρούνται ένα είδος "ξένων" και αποκλείονται από τη δημόσια διοίκηση. Ακόμα και οι αλεβίδες, η κυριότερη μουσουλμανική μειονότητα, δεν αναγνωρίζονται ως αυτόνομη θρησκευτική ομάδα στη χώρα τους.

Ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος είναι, λοιπόν, μια αρχή τόσο ξένη στο κεμαλικό κράτος όσο και η ισότητα του δικαίου ανάμεσα στις θρησκείες. Η "λαϊκότητα" δεν είναι παρά μία απάτη και δεν χρησιμεύει παρά για να προστατεύει μια άλλη πίστη: σχεδόν σε όλες τις αίθουσες των ίδιων πανεπιστημίων είναι κρεμασμένα ευλαβικά τα πορτρέτα του Ατατούρκ.
Στη λαϊκή Τουρκία, η "κεμαλική θρησκεία" είναι πανταχού παρούσα. Μια προτομή του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας βρίσκεται σε κάθε χωριό, η φυσιογνωμία του κοσμεί κάθε χαρτονόμισμα. Στο σχολείο, η ζωή του Ατατούρκ διδάσκεται όπως η ζωή ενός αγίου.
Όποιος αμφισβητήσει το θρύλο, κινδυνεύει με την παραπομπή του για βλασφημία, με βάση το άρθρο 301 του τουρκικού ποινικού κώδικα(1). Και, βέβαια, ο "άγιος του κράτους" έχει το δικό του τόπο προσκυνήματος: το μαυσωλείο του Ατατούρκ στην πρωτεύουσα, την Άγκυρα.

Στο σύνταγμα, η πρώτη φράση του προοιμίου αναφέρεται στον "αθάνατο αρχηγό και ασύγκριτο ήρωα" Ατατούρκ, του οποίου οι ιδέες είναι εξίσου ουσιαστικές για το κράτος και το έθνος όσο και οι "μεταρρυθμίσεις και οι αρχές του". Αυτός είναι ένας τρόπος για να παγώνει η ιστορία και να καθίσταται συνταγματική αρχή ο κεμαλισμός.

Κανένας ιστορικός δεν θα αρνηθεί τα χαρίσματα του Ατατούρκ, όταν, στα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια του αγώνα ενάντια στην ελληνική εισβολή, δημιούργησε, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταρχήν τον απελευθερωτικό στρατό, στη συνέχεια το κράτος, και, στο τέλος, τις βάσεις ενός νέου έθνους.
Αλλά οι μέθοδοί του φέρουν τα χαρακτηριστικά μιας εποχής κατά την οποία αναπτύσσονταν στην Ευρώπη οι εθνικιστικές και αυταρχικές ιδέες. Γι' αυτό, όπως έχει γράψει ο Μουσταφά Ακιόλ, ο νέος τουρκικός εθνικισμός περιλάμβανε επίσης "φασιστικά χαρακτηριστικά", όπως, για παράδειγμα, "μυθοπλασίες για την ανωτερότητα της τουρκικής φυλής(2)".

Στρατός - Θεματοφύλακας
Από την αρχή, ο θεσμικός πυλώνας της αυταρχικής παράδοσης υπήρξε ο στρατός. Οι στρατιωτικοί δεν θεωρούν τον εαυτό τους μόνο ιστορικό σωτήρα της χώρας, αλλά επίσης και αρχιτέκτονα μιας κοινωνικής μετάλλαξης, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του πρώην αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων Οζκιόκ, "υπήρξε τόσο σημαντική για την Τουρκία όσο και η Αναγέννηση για τη Δύση(3)". Οι στρατιωτικοί πιστεύουν ότι μόνο ο στρατός μπορεί να εξασφαλίσει τη συνοχή μιας κοινωνίας βαθιά διχασμένης. Γι' αυτό, το σώμα των αξιωματικών υποτίθεται ότι έχει υποστεί ανοσία -από την ίδια την εκπαίδευσή του στις στρατιωτικές ακαδημίες- απέναντι στις "εξωτερικές ιδεολογίες" που μπορούν να αποτελέσουν απειλή για την ομοιογένεια του στρατού. Έτσι, αυτό το τόσο αυταρχικό μοντέλο μπορεί να διαιωνίζεται επ' άπειρον.
Το κόλπο των κεμαλιστών είναι απλό. Συνίσταται στο να καταγγέλλουν κάθε αμφισβήτηση ως αντιδραστική, λες και θα ξανάριχνε την Τουρκία στο Μεσαίωνα.

Αλλά τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η σημερινή συνταγματική συζήτηση ανησυχεί πολλές γυναίκες, ακόμα κι όταν αυτές αντιτίθενται στην απαγόρευση της μαντίλας. Φοβούνται μια καλπάζουσα "επανατουρμπανοποίηση", όπως τη βλέπει να έρχεται ο κοινωνιολόγος Σερίφ Μαρντίν: η "κοινωνική πίεση" απειλεί να είναι τόσο ισχυρή, σε ένα παραδοσιακό μουσουλμανικό περιβάλλον, που ακόμη και μη θρησκευόμενες φοιτήτριες θα υποταχθούν σε αυτήν.

Όπως, για παράδειγμα, στη Φενέρ, μια άθλια συνοικία της Κωνσταντινούπολης, που αποτελεί προπύργιο άτεγκτων μουσουλμάνων στη νότια όχθη του Κεράτιου.
Εδώ, μία γυναίκα στις δύο φοράει το τσαρσάφ, μια ολόσωμη μαύρη μαντίλα που δεν αφήνει να φαίνεται παρά μόνο το πρόσωπο, ενώ οι άλλες έχουν καλυμμένα τα μαλλιά τους κάτω από το τουρμπάν.
Οι περισσότεροι άνδρες φορούν τον πλεκτό σκούφο και έχουν τις γενειάδες των ευσεβών μουσουλμάνων. Μπροστά στο τζαμί Ισμαήλ Αγά, πουλάνε κασέτες και CD με Σαουδάραβες ιεροκήρυκες και μαχητές του Αφγανιστάν.
Ο ιμάμης του τζαμιού δολοφονήθηκε, πριν από έναν χρόνο, σε συνθήκες που δεν διευκρινίστηκαν ποτέ. Η τουρκική αστυνομία δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να εξιχνιάσει όλα τα μυστήρια της συνοικίας. Αν υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη ένα αυτόνομο "Ισλαμιστάν", σίγουρα βρίσκεται εκεί.
Όμως, εκεί βρίσκει κανείς, επίσης, μέρη όπου όχι μόνο μη μουσουλμάνοι ξένοι αλλά και Τούρκοι μπορούν να γευματίσουν κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Η Φενέρ δίνει την εντύπωση μιας αυτιστικής συνοικίας, αλλά όχι εχθρικής.

Η άλλη πραγματικότητα
Τέτοιες περιοχές δείχνουν ξεκάθαρα δύο πράγματα: από τη μία πλευρά, ότι η δύναμη της αδράνειας του "Ισλάμ της Ανατολίας" δεν θα μπορούσε να τσακιστεί από τον κρατικό καταναγκασμό. Από την άλλη, ότι το θρησκευτικό ζήτημα έχει μια κοινωνική διάσταση.
Η αλλαγή των παραδοσιακών τρόπων συμπεριφοράς και σκέψης αποτελεί μια εξέλιξη της κοινωνίας που δεν μπορεί να την ανακόψει καμία καταπίεση. Ωστόσο, με τους φόβους τους, οι μετακεμαλιστές της αριστεράς έρχονται επίσης να συμμεριστούν ασυνείδητα τα αυταρχικά φαντάσματα των κεμαλιστών, όσον αφορά την πιθανή επιτυχία μιας επιτάχυνσης της "διαδικασίας εκσυγχρονισμού".

Οι φόβοι διαστρεβλώνουν την αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτό καταδεικνύει μελέτη, η οποία αφορά το σύνολο της Τουρκίας και χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Τεσέβ: το Μάιο του 2006, το 65% των ατόμων που ρωτήθηκαν ήταν πεπεισμένοι ότι υπήρχαν περισσότερες γυναίκες που φορούν τη μαντίλα(4). Η ίδια μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από το 1999 ώς το 2006, ο αριθμός των "καλυμμένων" γυναικών μειώθηκε κατά 9%.
Το 1999, μόνο το 27,3% των γυναικών κυκλοφορούσαν δημοσίως χωρίς τη μαντίλα ή το τουρμπάν, ενώ το 2007, φτάνουν το 36,5%.

Η μαντίλα, πράγματι, εμφανίζεται πιο σπάνια, απλώς αυτές που τη φορούν είναι όλο και περισσότερο ορατές στα μάτια της ελίτ των πόλεων. Οι λόγοι είναι η αγροτική έξοδος των τελευταίων χρόνων από την Ανατολία προς τις μεγάλες πόλεις, η κοινωνική άνοδος αρκετών επιχειρηματιών από την Ανατολία, η παρουσία στα μέσα ενημέρωσης πολιτικών του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης που δεν κρύβουν τις γυναίκες τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριστερά έχει δίκιο σε ορισμένους από τους φόβους της: στην αρχή, η άρση της απαγόρευσης θα αυξήσει τον αριθμό των φοιτητριών που θα φορούν τη μαντίλα, γιατί οι παραδοσιακές οικογένειες θα αυξήσουν την πίεση στις κόρες τους που σπουδάζουν. Αλλά, αν η τουρκική αριστερά και οι φεμινιστικές οργανώσεις φοβούνται τόσο πολύ την "κοινωνική πίεση", δεν είναι αυτό, άραγε, μια μορφή παραίτησης;

Εάν τη σημερινή συνταγματική συζήτηση έχουν μονοπωλήσει σε τέτοιο βαθμό τα ζητήματα της μαντίλας και της "λαϊκότητας", το σφάλμα δεν οφείλεται μόνο στους καθαρούς και σκληρούς κεμαλιστές, αλλά και στην κυβέρνηση.
Το κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν δεν έθεσε δημοσίως το ιστορικό διακύβευμα αυτής της συζήτησης. Η κοινωνία πρέπει να εκφραστεί για τις αδρές γραμμές ενός συντάγματος που ξεπερνά, επιτέλους, τον παγωμένο και προδημοκρατικό κεμαλισμό, και απαντά σε τρία μεγάλα ερωτήματα: Πώς μπορεί να υποταχθεί στον πολιτικό έλεγχο ο στρατός; Πώς θα ξεπεραστεί η αυταρχική σχέση κράτους και ατόμου; Και, τρίτον, πώς ένα σύνταγμα θα λάβει υπόψη του τις εθνικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές διαφορές που υπάρχουν και είναι διακριτές μέσα στον πληθυσμό της Τουρκίας;

Ο παράγων εθνικισμός
Το σύνταγμα του 1982 διακηρύσσει ως υπέρτατο στόχο του κράτους "την αιώνια ύπαρξη, την υλική και πνευματική άνθηση και ευημερία της Τουρκικής Δημοκρατίας".
Εγκωμιάζει την "απόλυτη υπεροχή της θέλησης του έθνους", του οποίου υποθέτει τον ομοιογενή χαρακτήρα. Τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών αποτελούν, συνεπώς, μια απλή λειτουργία του κράτους, που προκύπτει από αυτό. Ένα κράτος του οποίου την κυριαρχία πάνω στο λαό εγγυάται, σε τελική ανάλυση, ο ρόλος του στρατού ως προστάτη. Η διαφορά με ένα δημοκρατικό σύνταγμα είναι προφανής.
Σύμφωνα με τον Μεχμέτ Φιράτ, αντιπρόεδρο του ΑΚΡ, "ενώ το σημερινό σύνταγμα διακηρύχθηκε για να προστατεύει το κράτος από το λαό, το νέο σύνταγμα έχει ως στόχο να προστατεύει το άτομο από το κράτος". Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φιράτ διατυπώνει αυτή την ομολογία πίστης μπροστά στους πρεσβευτές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης(5).
Το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης μπορεί και θέλει, άραγε, να μεταφράσει αυτόν το στόχο σε πράξεις; Οι παρατηρητές έχουν αμφιβολίες για δύο λόγους: η κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται κάτω από το καχύποπτο βλέμμα των κεμαλιστών, δεν θα αισθανόταν αρκετά ισχυρή για να αποστρατιωτικοποιήσει και να φιλελευθεροποιήσει το σύστημα της Τουρκίας. Το ίδιο το ΑΚΡ άλλωστε δεν είναι ανοσοποιημένο ενάντια στην "εθνικιστική και αυταρχική πολιτική κουλτούρα που το έκανε να μεγαλώσει"(6).

Ποια είναι τα σχέδια της κυβέρνησης κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα από τον Εργκέν Οζμπουντούν. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κλήθηκε να προεδρεύσει στην επιτροπή που επιφορτίστηκε με την επεξεργασία του νέου σχεδίου συντάγματος.

Κεμαλικό υαλοπωλείο
Ο Οζμπουντούν δεν είναι ύποπτος για ισλαμιστικές τάσεις: το 2001 εκπροσωπούσε την κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για να υπερασπιστεί την απαγόρευση του ισλαμιστικού κόμματος Ρεφάχ, όπου ο Ερντογάν και ο Γκιουλ άρχισαν τη σταδιοδρομία τους. Αλλά ο καθηγητής Οζμπουντούν αναγνωρίζει ότι και οι δύο έχουν αλλάξει και θεωρεί ότι το ΑΚΡ είναι ένα συντηρητικό κόμμα που έχει διαλέξει με αξιόπιστο τρόπο την Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα δημοκρατικό σύστημα. Η περίφημη ισλαμιστική "κρυφή ημερήσια διάταξη" δεν είναι, κατά τη γνώμη του, παρά μια καθαρή χίμαιρα των κεμαλιστών.

Τόσο στο γράμμα του όσο και στο πνεύμα του, το σχέδιο συντάγματος που προτείνεται στηρίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον καθορισμό της ελευθερίας της σκέψης και της ελευθερίας της έκφρασης, όπως και για την προτεραιότητα του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου πάνω στο τουρκικό Σύνταγμα.
Είναι, επίσης, σημαντικό για τον Οζμπουντούν ότι οι αποφάσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων μπορούν να ελέγχονται στον τελευταίο βαθμό από πολιτικά δικαστήρια.
Θα μπορούσαν, τέλος, κατά τη γνώμη του, να προχωρήσουν προς μια λύση του κουρδικού προβλήματος, προσδιορίζοντας την τουρκική γλώσσα ως "διοικητική γλώσσα", και ανοίγοντας, έτσι, χώρο για άλλες, "μη επίσημες" γλώσσες, όπως η κουρδική, στα οπτικοακουστικά μέσα και στα σχολεία.

Όσο για τα θρησκευτικά μαθήματα, τα οποία οι στρατιωτικοί εισήγαγαν το 1982 ως υποχρεωτικά, δεν θα είναι πια παρά προαιρετικά. Και το σύνταγμα θα βεβαιώνει, επίσης, το δικαίωμα κάθε πολίτη να αλλάζει θρησκεία. Για τον Οζμπουντούν, η απαγόρευση της μαντίλας δείχνει μια "διαστρεβλωμένη αντίληψη λαϊκότητας", η οποία αποτελεί προσβολή στα ατομικά δικαιώματα.
Η επιτροπή προτείνει μια κομψή λύση: θα κηρυχθεί απαράδεκτη κάθε "διάκριση λόγω της ένδυσης (...) στον βαθμό που αυτό δεν αντιβαίνει στις αρχές και στις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ".

Αυτή η τακτική δείχνει με πόσες προφυλάξεις η επιτροπή κινείται στο "υαλοπωλείο" της κεμαλικής δημοκρατίας. Όσο για το ποιες ιδέες της επιτροπής Οζμπουντούν θα υιοθετηθούν στο κείμενο του συντάγματος το οποίο η κυβέρνηση του ΑΚΡ θα παρουσιάσει στη Βουλή, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Η οριστική μορφή του θα πρέπει να ψηφιστεί και μετά να εγκριθεί με δημοψήφισμα.

Ίσες αποστάσεις
Είναι ελάχιστα πιθανό ότι στο τέλος το σύνταγμα θα ανταποκρίνεται πλήρως στα κοσμικά ιδεώδη του καθηγητή Οζμπουντούν. Ο καθηγητής Αλί Μπαρντάκογλου, το μεγάλο αφεντικό της προεδρίας θρησκευτικών υποθέσεων, έχει ήδη απαιτήσει τη διατήρηση των υποχρεωτικών θρησκευτικών μαθημάτων. Ο λόγος που επικαλείται είναι αποκαλυπτικός: τα προαιρετικά μαθήματα δεν θα έκαναν τίποτε άλλο παρά "να ενισχύσουν τις διαφορές ανάμεσα στους μαθητές(7)" - αν καταρρεύσει το μονοπώλιο του σουνιτικού πλειοψηφικού δόγματος, τότε απειλείται ολόκληρη η ομοιογένεια.
Μια τρίτη θέση, σε ίση απόσταση από τους κεμαλιστές και από το ΑΚΡ, εκφράζεται επίσης, έστω και με προσοχή. Νομικοί της αριστεράς, εκπρόσωποι θρησκευτικών μειονοτήτων και υποστηρικτές μιας "δημοκρατικής λαϊκότητας" απαιτούν να διαμορφωθεί ένα νομικό πλαίσιο για τον θρησκευτικό πλουραλισμό. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για τον τερματισμό των διακρίσεων απέναντι στους μη σουνίτες μουσουλμάνους και στους πιστούς άλλων θρησκειών.

Σε αυτό το πλαίσιο, διανοούμενοι που παλαιότερα υποστήριξαν τον Ερντογάν και το ΑΚΡ ενάντια στην παλιά κεμαλική φρουρά, εκφράζονται, τώρα, επικριτικά.
Ο πολιτειολόγος Σαχίν Αλπάι, έγκυρος αρθρογράφος της εφημερίδας "Today's Zaman", η οποία πρόσκειται στην κυβέρνηση, επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο το ΑΚΡ συμπεριφέρεται στους αλεβίτες, οι οποίοι ψήφισαν τον Ιούλιο κατά πλειοψηφία υπέρ του κεμαλικού Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), γιατί έβλεπαν τον Ερντογάν ως τον αρχηγό ενός σουνιτικού κόμματος και μόνο.

Κατάργηση της DIB
Κατά τον Αλπάι, δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση για μια "δημοκρατική λαϊκότητα", παρά μόνο αν το νέο σύνταγμα προβλέπει την ισότητα δικαιωμάτων για τους αλεβίτες. Ο στρατιωτικός εισαγγελέας Ουμίτ Καρντάς εκθειάζει, από την πλευρά του, την πλήρη κατάργηση του συντάγματος του 1982.
Το κείμενο αυτό είναι, κατά τη γνώμη του, είναι ένα "εργαλείο που δεν μπορεί να επισκευαστεί", καθώς το προοίμιό του παραπέμπει σε μια ξεπερασμένη εποχή, κατά την οποία ο στρατός προσδιόριζε το έθνος όπως τον βόλευε.
Η θέση του στηρίζεται στην εμπειρία του ως στρατιωτικού δικαστή. Μετά το πραξικόπημα του 1980, έζησε άλλωστε από πολύ κοντά την καταπίεση του κουρδικού πληθυσμού που τον οδήγησε σε παραίτηση από τα καθήκοντά του.
Ο Καρντάς υποστηρίζει την αρχή της λαϊκότητας βασισμένης στο μοντέλο των ευρωπαϊκών χωρών: θέλει να καταργήσει τελείως τη διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων, την DIB, και ακόμη, τον έλεγχο του κράτους πάνω στις θρησκείες.
Οι θρησκείες δεν θα χρηματοδοτούνται πια από τους φόρους, αλλά μόνο από δωρεές και από ιδρύματα τα οποία θα μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους έξω από τον έλεγχο του κράτους.

Τα συνταγματικά ιδανικά του Καρντάς είναι ένα είδος έμμεσου αποτυπώματος του θεμελιώδους νόμου που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε "μετακεμαλικό". Ένα τουρκικό σύνταγμα όπου οι ατομικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα δεν θα περιορίζονται πια σε σχέση με τον σημερινό αυταρχικό προσδιορισμό του κράτους.
Θέλει, επίσης, να περιορίσει την πειθαρχική επιρροή του στρατού στην κοινωνία των πολιτών, με το δικαίωμα αντίρρησης συνείδησης και με τη δημιουργία μιας εναλλακτικής πολιτικής θητείας.
Φτάνει μέχρι το σημείο να ονειρεύεται στρατό και αστυνομία που θα ξανασκέφτονταν την εκπαίδευσή τους σύμφωνα με δημοκρατικές αρχές, και οι οποίες δεν θα έπρεπε πλέον να λειτουργούν όπως "οι δύο γροθιές του κράτους" που χρησιμεύουν κατ' αρχήν για να ελέγχουν τους πολίτες.

Ο Καρντάς δεν βλέπει, ωστόσο, να υιοθετεί το ΑΚΡ τόσο ριζοσπαστικές ιδέες. Αναρωτιέται, ακόμα, αν η αμυντική στάση του κόμματος δεν αποκαλύπτει μια τακτική προφύλαξης απέναντι στο κεμαλικό μπλοκ, ακόμη και αυταρχικές τάσεις που ο Ερντογάν άφησε να διαφανούν σε πολλές περιπτώσεις.
Ο άλλος αυταρχισμός

Για παράδειγμα, όταν κατέθεσε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση ενάντια σε γελοιογράφους, οι οποίοι, έχοντας ως στόχο τις αδυναμίες του πρωθυπουργού, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να ασκήσουν το δικαίωμά τους και να κάνουν τη δουλειά τους.
Αν ρωτήσει κανείς ειλικρινείς δημοκράτες όπως τον Καρντάς, ποιες είναι οι πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να ψηφίσουν ένα μετακεμαλικό Σύνταγμα, η απάντησή τους θα είναι να σηκώσουν τους ώμους καρτερικά.
Ναι, βέβαια, μια μετακεμαλική, ανεξάρτητη αριστερά είναι απαραίτητη, αλλά δεν τη βλέπουμε να εμφανίζεται πουθενά. Στις εκλογές του καλοκαιριού του 2007, ελπίζαμε ότι ορισμένες έδρες θα τις κατακτούσαν υποψήφιοι που κατέβηκαν με τον τίτλο "ανεξάρτητοι". Αλλά ο ανεξάρτητος υποψήφιος δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε καν στη φιλελεύθερη Κωνσταντινούπολη.

Τα κοινωνικά προβλήματα και οι πολιτικές συγκρούσεις που θα έπρεπε, λογικά, να επιτρέπουν σε ένα κόμμα της αριστεράς να έχει ούριο τον άνεμο, έχουν οξυνθεί όσο ποτέ. Το ΑΚΡ εφαρμόζει με επιμονή νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Το χάσμα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους βαθαίνει.
Οι πρόοδοι μιας κοινωνικής πολιτικής άξιας του ονόματός της είναι σποραδικές. Οι απλοί άνθρωποι συχνά βρίσκονται υπερχρεωμένοι. Και η οικονομική σταθερότητα στην οποία ο Ερντογάν οφείλει την εκλογική νίκη του βασίζεται σε μια σταθερή εισροή ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, κανένας στην αριστερά δεν θα διακινδύνευε να ευχηθεί μια οικονομική κρίση: με έναν πληθυσμό αναστατωμένο με την "κουρδική κρίση", μόνο το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) της άκρας δεξιάς θα έβγαινε κερδισμένο.

Στρατιώτες-μάρτυρες
Μετά τις πρώτες συγκρούσεις στα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ, ο στρατός οδήγησε σε δίκη οκτώ στρατιώτες που είχαν απαχθεί από κομάντο του ΡΚΚ στις 21 Οκτωβρίου 2007 και οι οποίοι απελευθερώθηκαν μερικές βδομάδες αργότερα. Οι στρατιώτες κατηγορούνται ότι, αφού ακολούθησαν τους άνδρες του ΡΚΚ σε "στρατόπεδα τρομοκρατών στο Βόρειο Ιράκ", αυτό σημαίνει ότι "αρνήθηκαν το καθήκον τους", "πολέμησαν σε εχθρική χώρα", "προπαγάνδισαν υπέρ του ΡΚΚ και εναντίον του στρατού". Οι ποινές που έχουν ζητηθεί εναντίον τους ξεκινούν από τα τρία χρόνια φυλάκισης και φτάνουν τα ισόβια.

Παρά τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν ενάντια στην καταδίκη των στρατιωτών, κάποιοι από τους οποίους ήταν πράγματι Κούρδοι, άλλοι πολιτικοί του ΑΚΡ εκφράστηκαν υπέρ σοβινιστικών απόψεων, όπως το ότι είναι ιστορικά ανήκουστο "να παραδίδονται στον εχθρό τούρκοι στρατιώτες"(8).
Τέτοιου είδους δηλώσεις εγγράφονται στη στρατιωτική ιδεολογία του "μάρτυρα", καταδεικνύοντας ως υπέρτατο καθήκον κάθε πολίτη, τον θάνατο για την πατρίδα. Αυτή η "Weltanschauung"(9) δεν είναι επιτρεπτή για ένα σύνταγμα του οποίου το καθήκον είναι να προφυλάσσει τους πολίτες από το κράτος και την καταχρηστική του εξουσία.

(1) Το άρθρο τιμωρεί την "προσβολή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας", αλλά, για τους κεμαλικούς εισαγγελείς, η "τουρκική ταυτότητα" και ο Ατατούρκ είναι το ίδιο πράγμα.

(2) "Turkish Daily News", 7 Οκτωβρίου 2007.

(3) Βλέπε Ersel Atdinli, Nihat Ali Ozcan και Dogan Akyaz, "The Turkish military 's march toward Europe", "Foreign Affairs", Λονδίνο, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2006.

(4) Ali Carkoglu και Binnaz Toprak, "Religion, Society and Politics in a Changing Turkey", Εκδόσεις Tesev, Κωνσταντινούπολη, 2007, σελ. 63.

(5) "Today 's Zaman", Κωνσταντινούπολη, 20 Σεπτεμβρίου 2007.

(6) Dogu Ergil, "Today 's Zaman", 23 Σεπτεμβρίου 2007.

(7) "Turkish Daily News", 26 Σεπτεμβρίου 2007.

(8) Bulent Arinc, πρώην πρόεδρος της Βουλής, αναφέρεται στη "Suddeutsche Zeitung", 13 Νοεμβρίου 2007.

(9) ΣτΕ: Γερμανικά στο πρωτότυπο: φιλοσοφία, στάση ζωής.





Κωδικός άρθρου: 808398

ΠΟΛΙΤΗΣ - 27/07/2008, Σελίδα: 35

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.