Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Robert Kagan The Return of History and the End of Dreams Atlantic Books 2008


Του David Sanger

The New York Times Book Review

Στους πρώτους μήνες της προεδρίας του, ο Μπίλ Κλίντον πρόταξε μια δέσμη πειστικών επιχειρημάτων που ήθελαν την εισαγωγή της Κίνας στη παγκόσμια οικονομία ως ένα μέσο σταδιακής διάβρωσης του αυταρχικού χαρακτήρα του πολιτικού της συστήματος. Μπροστά σ’ ένα κοινό Αμερικανών και Κινέζων φοιτητών, διεμήνυσε ότι θα ήταν θέμα χρόνου, μία ανερχόμενη μεσαία τάξη να εγείρει άτεγκτες απαιτήσεις για τα δικαιώματά της, λόγω του ότι, όπως υποστήριξε, «όταν τα άτομα δεν έχουν μόνο την δυνατότητα να ονειρεύονται αλλά και να πραγματοποιούν τα όνειρα τους, θα απαιτήσουν να έχουν περισσότερο λέγειν».

Πέντε χρόνια μετά, κατά την δεύτερη τελετή ανάληψης της Προεδρίας του, ο Τζώρτζ Μπους ανακοίνωσε με στόμφο ότι η δημοκρατία είναι μια ασταμάτητη δύναμη που θα εξαπλωθεί ανά το παγκόσμιο. Η προαναφερθείσα «πρόβλεψη» του νυν προέδρου έγινε μόλις 22 μήνες μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Επί τούτου, προβάλλοντας μια πιο ισχυρή δικαιολογία για την αποστολή του, ο Μπούς διεκήρυξε ότι σε ένα μετα-Ιρακινό κόσμο, η νίκη επί της τυραννίας και η εξάπλωση της ‘ελευθερίας’ ανά τον κόσμο, θα ήταν η ουσιαστική αποστολή της Αμερικής. «Η κυριαρχία αυταρχικών κρατών» δήλωσε, «δεν θα αποτελεί εμπόδιο».

Ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, σε ένα σύντομο, αλλά με θαυμάσια επιχειρήματα, βιβλίο με θέμα την αυτόνομη και εν δυνάμει χαοτική συνήθεια του κόσμου να τρέπεται προς ιδιόμορφες κατευθύνσεις, στέλνει ένα μήνυμα για τους Αμερικάνους, ανεξαρτήτως των πολιτικών τους αποχρώσεων: Ο ψυχρός πόλεμος μπορεί να έχει τελειώσει, όπως δηλώνει στο εν λόγω βιβλίο, αλλά όποιος πιστεύει ότι το αποτέλεσμα ήταν όντως «το τέλος της Ιστορίας» (βλ. Φ. Φουκουγιάμα) – μια θεωρία που θέλει την φιλελεύθερη δημοκρατία της αγοράς ως το μέλλον της ανθρωπότητας – θα πρέπει να ξανακοιτάξει την πραγματικότητα». «Ο κόσμος έχει ξαναγίνει νορμάλ», δηλώνει στης πρώτη μόλις πρόταση του βιβλίου-έκθεση του ο Κέιγκαν. Στη συνέχεια, μέσα στο βιβλίο παραθέτει το επιχείρημα του πιο απλά: «Η μονοκρατορία επιστρέφει»...

Ασφαλώς, ο τίτλος του βιβλίου του, «Η επιστροφή της Ιστορίας και το τέλος των Ονείρων», έχει σκοπό να «ενοχλήσει» το Φράνσις Φουκουγιάμα και άλλους που, μεθυσμένοι με την αισιοδοξία που τους επέτρεπε η ερμηνεία για την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, διεκήρυξαν όχι μόνο το τέλος των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, αλλά επίσης, ότι φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία της αγοράς αποτελεί το τέλος που οδεύει η ανθρωπότητα». Γι’ αυτό, ο τίτλος τα λέει όλα: η ιστορία δεν συνάντησε το τέλος της στην πτώση του Τείχους στο Βερολίνο το 1989. Η ιδέα – το όνειρο – που θέλει την φιλελεύθερη δημοκρατία της αγοράς θριαμβεύουσα, κατέληξε απλώς όνειρο απατηλό. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές εδώ και αρκετό καιρό αλλά η εμπέδωση του, η διασαφήνιση των συντεταγμένων της πραγματικότητας που φέρει, έχει πάρει κάποιο καιρό να επιτευχθεί. Και αυτό, γιατί οι συντεταγμένες της πραγματικότητας φέρουν μαζί τους αναταξινομήσεις που πήραν κάποιο καιρό να γίνουν διακριτές.

Ο Robert Kagan είναι πολιτικός αναλυτής στη Washington Post. Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

John Jandora States Without Citizens Praeger, 2008


Του John M. Handley

Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Webster


Οι τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον της Αμερικής και των συμμάχων της καθώς επίσης και η έντονη βία στο μουσουλμανικό κόσμο καταδεικνύουν τη διάσταση της κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα η ισλαμική κοινωνία, την οποία το βιβλίο «States without Citizens» αποδίδει στην ανεκπλήρωτη επιθυμία για ισλαμική αναγέννηση. Τα μουσουλμανικά κράτη, τα σύνορα των οποίων είχαν επιβληθεί αυθαίρετα από δυτικά κράτη, ταλαιπωρούνται από δομικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα - αυταρχικά καθεστώτα, οικονομικές ανισότητες, κενά στα εκπαιδευτικά συστήματα, αποτυχίες σε αναπτυξιακά προγράμματα – τα οποία γίνονται αντικείμενο πολιτικής και ιδεολογικής εκμετάλλευσης από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές. Οι διάφορες προσπάθειες που έγιναν για εκσυγχρονισμό της ισλαμικής κοινωνίας, με την υιοθέτηση Δυτικών αρχών, έχουν επανειλημμένα αποτύχει διότι επιχείρησαν στην ουσία να αναπαράγουν τις δομές της κρατικής εξουσίας παραγκωνίζοντας την πολιτική ηθική που διέπει τις Δυτικές αρχές. Τα ιδεώδη του πολιτικού ακτιβισμού και της δεοντολογίας της δημόσιας υπηρεσίας που ενέπνευσαν το Δυτικό Διαφωτισμό είναι απόντα από τον μουσουλμανικό κόσμο. Η ισλαμική θρησκευτική ηθική στοχεύει στη σωτηρία του ανθρώπου. Η ισλαμική κοινωνική ηθική στοχεύει στην κυριαρχία των φυλετικών ομάδων και οικογενειών. Επομένως, οι λύσεις οι οποίες εμπνέονται από τις αρχές του δυτικού πολιτισμού είναι ανεδαφικές στις μουσουλμανικές κοινωνίες, ενόσω αυτές παραμένουν «κράτη χωρίς πολίτες». Για την άμβλυνση της βίας που προκαλείται από την ισλαμική κρίση, θα πρέπει να δημιουργηθούν πολιτιστικά αυθεντικοί θεσμοί που να καλλιεργήσουν την ηθική του κοινού σκοπού και της δημόσιας υπηρεσίας. Ο συγγραφέας, ορθώς προτείνει αυτή την προσέγγιση για τους σχεδιαστές της πολιτικής και για τα κέντρα λήψεως αποφάσεων και λυπάται για την κενότητα των ηχηρών κλισέ του παρελθόντος, όπως η «σύγκρουση των πολιτισμών», που βρήκαν γόνιμο έδαφος στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». 

Αυτό το έργο είναι περισσότερο από ένα βιβλίο για την εποχή του. Ο John Jandora παρέχει στους αναγνώστες του τις γνώσεις από δυο πεδία: του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος και της πρακτικής εμπειρίας σε ό,τι αφορά τη μεγάλο ζήτημα της νεωτερικότητας στο μουσουλμανικό κόσμο.  


Ο John Jandora είναι αναλυτής στις ειδικές δυνάμεις του Αμερικανικού στρατού. Διαβάστε περισσότερα...

Bülent Gökay Soviet Eastern Policy and Turkey, 1920-1991 Routledge, 2006


Του Χρήστου Ιακώβου


Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αναφέρεται στις σχέσεις της με τη Δύση. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η ενσωμάτωση της στο δυτικό σύστημα ασφαλείας επικέντρωσαν το βιβλιογραφικό ενδιαφέρον σε αυτή τη διάσταση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τόσο η ασφάλεια όσο και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αναλύοντο ως μία πτυχή της ‘Δυτικής ασφάλειας’. Η διαμόρφωση του στερεοτύπου ότι, η Τουρκία είναι ένας γεωπολιτικός βραχίονας των ΗΠΑ στη στρατηγική ανάσχεσης του κομμουνισμού, όχι μόνο βοήθησε στην προβολή της δυτικής ταυτότητας του Κεμαλικού κράτους αλλά επηρέασε μονομερώς τη βιβλιογραφική παραγωγή στις διεθνείς σχέσεις μέσα στην ίδια την Τουρκία.  

Ο Bülent Gökay με το βιβλίο του «Soviet Eastern Policy and Turkey, 1920 -1991», έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο βιβλιογραφικό κενό που εντοπίζεται σε δύο, κεφαλαιώδους σημασίας, θέματα: α) τις σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με την Τουρκία από τη δεκαετία του 1920, όπου εντοπίζεται η πρώτη μυστική συμφωνία μεταξύ του Ατατούρκ και του Λένιν, μέχρι και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και β) τις υπόγειες σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας δίδει μία συγκροτημένη ερμηνεία για το πως η ‘Σοβιετική Ανατολική Πολιτική’ διαμορφώθηκε, πως άλλαξε μέσα στην πορεία του χρόνου, ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952, ποιες ήταν οι προσδοκίες της Σοβιετικής ηγεσίας από τη στρατηγική θέση της Τουρκίας και τέλος ποια υπήρξε η επίδραση της Σοβιετικής πολιτικής στην εξέλιξη και ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Τουρκία. Σε τελική ανάλυση, ο Gökay καταδεικνύει το χάσμα μεταξύ των τυποποιημένων αντιλήψεων και θεωριών, επί των οποίων αναπτύχθηκε η βιβλιογραφία για τις διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Το βιβλίο αυτό, αποτελεί τη πιο σημαντική πηγή για όσους θέλουν να μελετήσουν τη διαπλοκή των σχέσεων των δύο χωρών, μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που καλύπτει μια κρίσιμη περίοδο για τις διεθνείς σχέσεις.  

O Bülent Gökay διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο Keele της Αγγλίας.  Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Wolf T. Zoepf Waffen SS και επιχείρηση «Nordwind» Εκδόσεις Ιωλκός, 2008


Το έργο «Waffen SS και επιχείρηση “Nordwind”», του Βολφ Τσεπφ είναι μια πλούσια προσωπική μαρτυρία, γεμάτη από τις εντάσεις των πολεμικών στιγμών και την αγωνία της επιβίωσης ενός σκληροτράχηλου στρατιώτη των Waffen SS. Το βιβλίο παρουσιάζει έντονα τις απόψεις και την οπτική ενός ανθρώπου που νιώθει τη βαθύτερη ανάγκη να εκθέσει με τη δική του οπτική τα γεγονότα, που για άλλους λόγους (οι οποίοι ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνάμεις αυτού του ίδιου του συγγραφέα), σημάδεψαν ανεξίτηλα τη νεότητά του.  


Πολεμώντας για τρία χρόνια και τρεις μήνες στο Αρκτικό Μέτωπο της Καρελίας εναντίον των Σοβιετικών, στα δυτικά δηλαδή της ζωτικότατης σιδηροδρομικής αρτηρίας που συνέδεε το λιμάνι του Μουρμάνσκ, το «παράθυρο» επικοινωνίας και ανεφοδιασμού τής σκληρά δοκιμαζόμενης Σοβιετικής Ένωσης, με το εσωτερικό των ρωσικών εδαφών, ο συγγραφέας ακολουθώντας έπειτα την πορεία τής μεραρχίας του (της 6ης Ορεινής Μεραρχίας SS «Nord»), μεταφέρθηκε στο Δυτικό Μέτωπο, μέσω Νορβηγίας, Δανίας και αδιάκοπα βομβαρδιζόμενης Γερμανίας. Συνελήφθη αιχμάλωτος, τραυματισμένος, έπειτα από μια εβδομάδα μόνο μαχών εναντίον των Αμερικανών (7 Ιανουαρίου 1945). 

Με ρεαλιστική προσήλωση στην πιστή αναπαράσταση των γεγονότων, αλλά και με ατμοσφαιρική υποβλητικότητα, ο συγγραφέας παρουσιάζει την άγρια πραγματικότητα του αγώνα του πεζικού πρώτης γραμμής σε επίπεδο τάγματος και λόχου, για Γερμανούς, Αμερικανούς, Σοβιετικούς και Φινλανδούς. Το έργο «Waffen SS και επιχείρηση “Nordwind”» ανατρέπει τη λαϊκή αντίληψη ότι η τελευταία γερμανική επιθετική επιχείρηση στη Δύση ήταν η αντεπίθεση των Αρδενών. Η επιχείρηση «Nordwind», τον Ιανουάριο του 1945, με τρία γερμανικά Σώματα Στρατού αρχικά και αργότερα με πέντε, ήταν ο τελευταίος βρυχηθμός της γερμανικής πολεμικής μηχανής στο Δυτικό Μέτωπο. Ήταν μια απεγνωσμένη απόπειρα, με μια σειρά απώτερων στρατηγικών-πολιτικών στόχων, όπως η εκμηδένιση των αμερικανικών δυνάμεων στα Κάτω Βόσγια και την Πεδιάδα της Αλσατίας, ο εξαναγκασμός τους σε εκκένωση του Στρασβούργου και το σπάσιμο της αμερικανο-γαλλικής συμμαχίας από τον πληγωμένο Ντε Γκωλ.

Ο Βολφ Τεπφ ήταν εκπατρισμένος Λετονός υπήκοος γερμανικής εθνικότητας, που η οικογένειά του εγκατέλειψε το πατρικό της στη Ρίγα το 1939, μόλις λίγους μήνες πριν από τη σοβιετική κατοχή. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου πολέμησε εναντίον των Σοβιετικών στη βόρεια Καρελία με την 6η Ορεινή Μεραρχία SS «Nord» (12ο Σύνταγμα «Μichael Gaissmair») και εναντίον των Αμερικανών στην Αλσατία, το 1945. Απελευθερώθηκε από την αμερικανική αιχμαλωσία τον Ιανουάριο του 1946 και είχε μια επιτυχημένη μεταπολεμική σταδιοδρομία πολιτικού μηχανικού. Απεβίωσε στις 8 Ιανουαρίου 1999, μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου του το οποίο εκδόθηκε το 2001 στις ΗΠΑ γνωρίζοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία. Διαβάστε περισσότερα...

Mark Mazower Hitler's Empire: Nazi Rule in Occupied Europe Allen Lane 2008


Η αυτοκρατορία του Χίτλερ, λόγω της ιστορίας της, υπήρξε η ισχυρότερη, η πιο βάναυση και η πιο φιλόδοξη στην Ιστορία της Ευρώπης, από αυτές που επιχείρησαν να αναμορφώσουν την ήπειρο. Ο Φιλελευθερισμός και η Δημοκρατία τέθηκαν στο περιθώριο, καθώς η Γερμανία στόχευε να αποτελέσει το πιο ισχυρό κράτος στην ήπειρο και να εξαναγκάσει τους πάντες να αναγνωρίσουν την υπεροχή της. Το μέλλον της Ευρώπης θα υπόκειτο σε μία νέα φυλετική τάξη που θα στηριζόταν στον ξεριζωμό, την επανεγκατάσταση και την εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων. 


Η αυτοκρατορία του Χίτλερ έτρεφε το τοπίο της ναζιστικής αυτοκρατορικής φαντασίας – από εκείνους τους οικονομολόγους που ονειρεύονταν να μετατρέψουν την Ευρώπη σε μία τεράστια αγορά για τις γερμανικές επιχειρήσεις, από τα σχέδια του Χίτλερ για τη δημιουργία διηπειρωτικών αυτοκινητοδρόμων που θα διέρχονταν πάνω από την εθνικά ξεκαθαρισμένη ρωσική στέππα και τις σοβαρές συζητήσεις των SS για πολιτική θεωρία, δικτατορία και κράτος δικαίου. Πάνω απ’ όλα, αυτός ο ανατριχιαστικός απολογισμός δείχνει τι πραγματικά συνέβει όταν αυτές οι ιδέες συναντήθηκαν. Μετά τους πρώτους θριάμβους στα πεδία των μαχών, η μεγάλη πτώχευση του πολιτικού οράματος των Ναζί άρχισε να γίνεται και πιο σαφής: οι σύμμαχοι τους αγκιστρώθηκαν, η Νέα Τάξη, που ευαγγελίστηκαν, κατέρρευσε λόγω της στρατιωτικής αποτυχίας, αφήνοντας πίσω της μία ήπειρο εξαντλημένη, αποδυναμωμένη και σε ένα τοπίο από θύματα του ολοκληρωτικού πολέμου και της γενοκτονίας. Το βιβλίο του Mark Mazower πραγματεύεται πτυχές της Ναζιστικής Γερμανίας, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έτυχαν εκτενούς ανάλυσης από τους ιστορικούς. 

Ο Mark Mazower είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Columbia.  Διαβάστε περισσότερα...

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Η Αθήνα και η μειονότητα της Πόλης

Χρήστος Ιακώβου


Κάθε επέτειος των Σεπτεμβριανών βανδαλισμών κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπλης το 1955 προκαλεί προβληματισμό όχι τόσο για τις χιλιοειπωμένες αναλύσεις σχετικά με τους αυταρχικούς μηχανισμούς του κεμαλικού κράτους όσο για τη χαίνουσα πληγή που ονομάζεται ελληνική μειονότητας της Πόλης. 

Αυτό που μπορεί εύκολα κανείς να παρατηρήσει σήμερα, 53 χρόνια μετά τα γεγονότα, σχετικά με την πολιτική της Ελλάδας στο θέμα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη είναι ότι το ελλαδικό κράτος έχει σχεδόν εξολοκλήρου εγκαταλείψει το χώρο αυτό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην επίσημη φιλολογία της Αθήνας σχετικά με την ελληνική μειονότητα στην Πόλη, δεν αναφέρεται σχεδόν τίποτα για την ίδια τη μειονότητα. Όποτε η Αθήνα εμφανίζεται να συζητά θέμα ομογένειας στην Πόλη, κάνει λόγο είτε για «Οικουμενικό Πατριαρχείο» είτε για «Θεολογική Σχολή Χάλκης». 

Κατ’ αρχάς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει διάσταση Οικουμενική. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποτελεί τον προκαθήμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι όμως ταυτόχρονα και ο «Κωνσταντινουπόλεως». Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι κατά πόσο θα μπορούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που του ανέθεσε η Αθήνα να ασκεί μειονοτική πολιτική. Αν και στο χαρακτήρα του Πατριαρχείου, ο οποίος απορρέει από την ιστορία του, ενυπάρχει ο ρόλος του φορέα που θα μπορούσε να ασκήσει αυτή την πολιτική εντούτοις, η ιστορία του αρχαιοτέρου θεσμού των Βαλκανίων, από το 1923 και εντεύθεν, δεν είναι κατάλληλη για να ανταποκριθεί στην υποχρέωση μειονοτικής πολιτικής που του καθόρισε η Αθήνα. 

Τι ουσιαστικό θα μπορούσε να κάνει δηλαδή ένας θεσμός που κλήθηκε να διαχειριστεί μία κατάσταση σε συνθήκες φθοράς και συρρίκνωσης της μειονότητας; Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται σε ένα φαύλο κύκλο που άρχισε να διαγράφεται όταν σιγά σιγά άρχισε η διαδικασία κατά την οποία, ο ένας μετά τον άλλο, ατονούσαν και εξαφανίζονταν οι πνευματικοί χώροι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν «πόλο». Οι χώροι δηλαδή μέσα από τους οποίους ξεφύτρωσαν στο παρελθόν θεσμοί και όργανα όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος ή ο Σύνδεσμος των Σχολών. Το θέμα δεν περιορίζεται στο χώρο της παιδείας, αφού και στα δύο υπήρξε κάτι παραπάνω από εμφανής η παρουσία του επιχειρηματικού κόσμου της μειονότητας. Στο σημείο αυτό μάλλον θα πρέπει να σημειωθεί και η ευθύνη του Πατριαρχείου, αφού υπήρξε πάντα ανταγωνιστικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε αυτές τις κοσμικές πνευματικές εστίες. 

Ως προς τις γενικότερες ευθύνες του Πατριαρχείου όμως θα έπρεπε να υπογραμμιστεί και το γεγονός ότι ειδικά μετά το 1955, το Πατριαρχείο στράφηκε περισσότερο προς τον Οικουμενισμό και υστέρησε ως προς τα ζητήματα της ελληνικής μειονότητας. Αυτό φυσικά εκμεταλλεύθηκε η Τουρκία για να οδηγήσει σε συρρίκνωση τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Το τι έκανε το τουρκικό κράτος βασίζετο σε συγκεκριμένη μειονοτική πολιτική, το ερώτημα, όμως, που προκύπτει είναι τι έπραξε η Αθήνα όταν η Τουρκία παραβίαζε και ομολογούσε δημόσια ότι παραβίαζε τη Συνθήκη της Λωζάννης; 

Το τραγικό της όλης υπόθεσης με την Ελληνική ομογένεια στην Πόλη είναι ότι κατά καιρούς τόσο πολιτικοί προϊστάμενοι όσο και μανδαρίνοι του υπουργείου εξωτερικών στην Αθήνα, διατύπωναν απόψεις του τύπου «ας τελειώνουμε με τη μειονότητα στην Πόλη». Αυτό, όμως, προκαλεί ένα άλλο ερώτημα. Λαμβάνοντας υπόψη τη λογική της Τουρκίας ότι δηλαδή ξέκανε τον ελληνισμό της Πόλης, για λόγους εθνικής ασφάλειας και με δεδομένη την ύπαρξη μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη, η οποία κάθε άλλο παρά έχει εκλείψει, θα μπορούσαν να απαντήσουν όλοι όσοι συνέβαλαν από ελληνικής πλευράς στην συρρίκνωση της μειονότητας της Πόλης, πως θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον ενδεχόμενο πρόβλημα εθνικής ασφάλειας που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στη Θράκη; Είναι δεδομένο πλέον ότι η Αθήνα δεν θα έχει να στηριχθεί σε κάποια μειονότητα στην Πόλη για λόγους εξισορρόπησης, αφού τέτοια μειονότητα πλέον σχεδόν δεν υπάρχει.  Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Paul J. Bolt, Su Changhe, Sharyl Cross (Eds), The United States, Russia, and China. Praeger Security International, 2008


Στη σύντομη εμπειρία που βίωσε ο κόσμος στην εποχή μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, πολλά έχουν γίνει για την ανάγκη ανταλλαγής πληροφοριών στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας αλλά, παράλληλα, έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στη σκοπιμότητα του διαθρησκειακού διαλόγου μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Όμως, συγκριτικά λίγη προσοχή έχει δοθεί στο θέμα της διαπολιτισμικής συνεργασίας ως βασικής συνιστώσας των θεμάτων ασφαλείας που αντιμετωπίζει σήμερα το διεθνές σύστημα: τα ζητήματα που απασχολούν κυρίως τις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας. Από την αμερικανική οπτική, η Ρωσία εκφράζει τον πρώην εχθρό της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που έχει τις δυνατότητες να καταστεί σύμμαχος, ενώ η Κίνα θα μπορούσε να καταστεί είτε σύμμαχος είτε εχθρός ή ακόμη οικονομικός ανταγωνιστής, αναλόγως ποιον ακούτε να μιλά. Από τη ρωσική οπτική, οι ΗΠΑ είναι ο πρώην σύμμαχος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που μετατράπηκε σε εχθρό κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και κατέστη η μοναδική υπερδύναμη τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με μία δυναμική είτε ανάπτυξης συνεργασίας είτε σύγκρουσης, ενώ η Κίνα ακολούθησε μία πολιτική αρχικά συνεργασίας και στη συνέχεια ανταγωνισμού αποδυναμώνοντας το κομουνιστικό στρατόπεδο. Για τους Κινέζους, που είχαν σχέσεις συνεργασίας και αντιπαλότητας με τις δύο άλλες δυνάμεις, οι ΗΠΑ είναι σήμερα ένας πολύτιμος προμηθευτής πρώτων υλών όσο και μια τεράστια αγορά για τα κινέζικα προϊόντα, ενώ η Ρωσία, όπως και οι ΗΠΑ, είναι αντίπαλοί τους στον αγώνα επέκτασης της επιρροής σε άλλες διάφορες περιοχές και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. 

Με μια τέτοια περίπλοκη ιστορία και με ένα μέλλον γεμάτο με μία ευρεία γκάμα δυνατοτήτων, πως θα μπορούσαν τα τρία αυτά κέντρα ισχύος να συνεργαστούν για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση των παγκοσμίων απειλών ασφάλειας; Το βιβλίο αυτό εξετάζει τα τρέχοντα βασικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων της απειλής που θέτει η Αλ Κάϊντα, των όπλων μαζικής καταστροφής, της ενεργειακής και περιβαλλοντικής ασφάλειας, των εθνοτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων μέσα από τις προοπτικές της ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας.  
   
Ο Paul J. Bolt είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης στην Αμερικανική Ακαδημία Πολεμικής Αεροπορίας, Ο Su Changhe είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Σαγκάη και η Sharyl Cross καθηγήτρια εθνικής ασφάλειας στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Ασφάλειας George Marshall της Γερμανίας.  Διαβάστε περισσότερα...

Ali Allawi The Occupation of Iraq: Winning the War losing the Peace Yale University Press, 2007


Αναμεμειγμένος για περισσότερο από τριάντα χρόνια στην πολιτική του Ιράκ, ο Ali Allawi ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο ο ηγέτης της αντιπολίτευσης κατά του Μπααθικού καθεστώτος. Στην εποχή που ακολούθησε της ανατροπής του Σαντάμ Χουσείν κατείχε σημαντικές κυβερνητικές θέσεις και συμμετείχε σε κρίσιμες εθνικές αποφάσεις και γεγονότα. Στο βιβλίο αυτό, ο πρώην υπουργός άμυνας και οικονομικών του Ιράκ αντλεί από την μοναδική προσωπική εμπειρία και τις στενές σχέσεις του με μέλη των διαφόρων πολιτικών ομάδων και κομμάτων στο Ιράκ και με μία βαθιά κατανόηση της ιστορίας και κοινωνίας της χώρας, απαντά σε ερωτήματα που προκαλούν αμηχανία σχετικά με τη σημερινή κρίση. Τι πραγματικά οδήγησε τις ΗΠΑ για να εισβάλουν στο Ιράκ και γιατί έχουν αποτύχει να δουν τα πράγματα να εξελίσσονται όπως αρχικώς είχαν προγραμματίσει; Το βιβλίο εξετάζει τι έπραξαν και τι δεν έπραξαν οι ΗΠΑ κατά τη στιγμή της εισβολής, τους λόγους για τις συγχυσμένες και αντιφατικές πολιτικές που έχουν εφαρμόστηκαν στην συνέχεια και την εμφάνιση της ιρακινής πολιτικής τάξης κατά τη διάρκεια της δύσκολης μεταβατικής περιόδου. Ο συγγραφέας αναλύει τους λόγους της αύξησης της ανταρσίας και επεξηγεί τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ σουννιτών, σιιτών και κούρδων. Συζητώντας το θέμα της αναδιάρθρωσης των πολιτικών δυνάμεων το 2006, ο Allawi δίδει σε αυτές τις σελίδες μια από τις πιο ξεκάθαρες, μέχρι σήμερα, ερμηνείες των εσωτερικών εξελίξεων στο Ιράκ, για μια περίοδο που άλλαξε την πορεία της χώρας με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο.  

Διαβάστε περισσότερα...

Israeli Strategy After the Russo-Georgian War

By George Friedman

The Russo-Georgian war continues to resonate, and it is time to expand our view of it. The primary players in Georgia, apart from the Georgians, were the Russians and Americans. On the margins were the Europeans, providing advice and admonitions but carrying little weight. Another player, carrying out a murkier role, was Israel. Israeli advisers were present in Georgia alongside American advisers, and Israeli businessmen were doing business there. The Israelis had a degree of influence but were minor players compared to the Americans. 

More interesting, perhaps, was the decision, publicly announced by the Israelis, to end weapons sales to Georgia the week before the Georgians attacked South Ossetia. Clearly the Israelis knew what was coming and wanted no part of it. Afterward, unlike the Americans, the Israelis did everything they could to placate the Russians, including having Israeli Prime Minister Ehud Olmert travel to Moscow to offer reassurances. Whatever the Israelis were doing in Georgia, they did not want a confrontation with the Russians. 

It is impossible to explain the Israeli reasoning for being in Georgia outside the context of a careful review of Israeli strategy in general. From that, we can begin to understand why the Israelis are involved in affairs far outside their immediate area of responsibility, and why they responded the way they did in Georgia.

We need to divide Israeli strategic interests into four separate but interacting pieces:
The Palestinians living inside Israel’s post-1967 borders.
The so-called “confrontation states” that border Israel, including Lebanon, Syria, Jordan and especially Egypt.
The Muslim world beyond this region.
The great powers able to influence and project power into these first three regions.
The Palestinian Issue

The most important thing to understand about the first interest, the Palestinian issue, is that the Palestinians do not represent a strategic threat to the Israelis. Their ability to inflict casualties is an irritant to the Israelis (if a tragedy to the victims and their families), but they cannot threaten the existence of the Israeli state. The Palestinians can impose a level of irritation that can affect Israeli morale, inducing the Israelis to make concessions based on the realistic assessment that the Palestinians by themselves cannot in any conceivable time frame threaten Israel’s core interests, regardless of political arrangements. At the same time, the argument goes, given that the Palestinians cannot threaten Israeli interests, what is the value of making concessions that will not change the threat of terrorist attacks? Given the structure of Israeli politics, this matter is both substrategic and gridlocked. 

The matter is compounded by the fact that the Palestinians are deeply divided among themselves. For Israel, this is a benefit, as it creates a de facto civil war among Palestinians and reduces the threat from them. But it also reduces pressure and opportunities to negotiate. There is no one on the Palestinian side who speaks authoritatively for all Palestinians. Any agreement reached with the Palestinians would, from the Israeli point of view, have to include guarantees on the cessation of terrorism. No one has ever been in a position to guarantee that — and certainly Fatah does not today speak for Hamas. Therefore, a settlement on a Palestinian state remains gridlocked because it does not deliver any meaningful advantages to the Israelis. 
The Confrontation States

The second area involves the confrontation states. Israel has formal peace treaties with Egypt and Jordan. It has had informal understandings with Damascus on things like Lebanon, but Israel has no permanent understanding with Syria. The Lebanese are too deeply divided to allow state-to-state understandings, but Israel has had understandings with different Lebanese factions at different times (and particularly close relations with some of the Christian factions). 

Jordan is effectively an ally of Israel. It has been hostile to the Palestinians at least since 1970, when the Palestine Liberation Organization attempted to overthrow the Hashemite regime, and the Jordanians regard the Israelis and Americans as guarantors of their national security. Israel’s relationship with Egypt is publicly cooler but quite cooperative. The only group that poses any serious challenge to the Egyptian state is The Muslim Brotherhood, and hence Cairo views Hamas — a derivative of that organization — as a potential threat. The Egyptians and Israelis have maintained peaceful relations for more than 30 years, regardless of the state of Israeli-Palestinian relations. The Syrians by themselves cannot go to war with Israel and survive. Their primary interest lies in Lebanon, and when they work against Israel, they work with surrogates like Hezbollah. But their own view on an independent Palestinian state is murky, since they claim all of Palestine as part of a greater Syria — a view not particularly relevant at the moment. Therefore, Israel’s only threat on its border comes from Syria via surrogates in Lebanon and the possibility of Syria’s acquiring weaponry that would threaten Israel, such as chemical or nuclear weapons. 
The Wider Muslim World

As to the third area, Israel’s position in the Muslim world beyond the confrontation states is much more secure than either it or its enemies would like to admit. Israel has close, formal strategic relations with Turkey as well as with Morocco. Turkey and Egypt are the giants of the region, and being aligned with them provides Israel with the foundations of regional security. But Israel also has excellent relations with countries where formal relations do not exist, particularly in the Arabian Peninsula. 

The conservative monarchies of the region deeply distrust the Palestinians, particularly Fatah. As part of the Nasserite Pan-Arab socialist movement, Fatah on several occasions directly threatened these monarchies. Several times in the 1970s and 1980s, Israeli intelligence provided these monarchies with information that prevented assassinations or uprisings. 

Saudi Arabia, for one, has never engaged in anti-Israeli activities beyond rhetoric. In the aftermath of the 2006 Israeli-Hezbollah conflict, Saudi Arabia and Israel forged close behind-the-scenes relations, especially because of an assertive Iran — a common foe of both the Saudis and the Israelis. Saudi Arabia has close relations with Hamas, but these have as much to do with maintaining a defensive position — keeping Hamas and its Saudi backers off Riyadh’s back — as they do with government policy. The Saudis are cautious regarding Hamas, and the other monarchies are even more so.

More to the point, Israel does extensive business with these regimes, particularly in the defense area. Israeli companies, working formally through American or European subsidiaries, carry out extensive business throughout the Arabian Peninsula. The nature of these subsidiaries is well-known on all sides, though no one is eager to trumpet this. The governments of both Israel and the Arabian Peninsula would have internal political problems if they publicized it, but a visit to Dubai, the business capital of the region, would find many Israelis doing extensive business under third-party passports. Add to this that the states of the Arabian Peninsula are afraid of Iran, and the relationship becomes even more important to all sides. 

There is an interesting idea that if Israel were to withdraw from the occupied territories and create an independent Palestinian state, then perceptions of Israel in the Islamic world would shift. This is a commonplace view in Europe. The fact is that we can divide the Muslim world into three groups. 

First, there are those countries that already have formal ties to Israel. Second are those that have close working relations with Israel and where formal ties would complicate rather than deepen relations. Pakistan and Indonesia, among others, fit into this class. Third are those that are absolutely hostile to Israel, such as Iran. It is very difficult to identify a state that has no informal or formal relations with Israel but would adopt these relations if there were a Palestinian state. Those states that are hostile to Israel would remain hostile after a withdrawal from the Palestinian territories, since their issue is with the existence of Israel, not its borders. 

The point of all this is that Israeli security is much better than it might appear if one listened only to the rhetoric. The Palestinians are divided and at war with each other. Under the best of circumstances, they cannot threaten Israel’s survival. The only bordering countries with which the Israelis have no formal agreements are Syria and Lebanon, and neither can threaten Israel’s security. Israel has close ties to Turkey, the most powerful Muslim country in the region. It also has much closer commercial and intelligence ties with the Arabian Peninsula than is generally acknowledged, although the degree of cooperation is well-known in the region. From a security standpoint, Israel is doing well.
The Broader World

Israel is also doing extremely well in the broader world, the fourth and final area. Israel always has needed a foreign source of weapons and technology, since its national security needs outstrip its domestic industrial capacity. Its first patron was the Soviet Union, which hoped to gain a foothold in the Middle East. This was quickly followed by France, which saw Israel as an ally in Algeria and against Egypt. Finally, after 1967, the United States came to support Israel. Washington saw Israel as a threat to Syria, which could threaten Turkey from the rear at a time when the Soviets were threatening Turkey from the north. Turkey was the doorway to the Mediterranean, and Syria was a threat to Turkey. Egypt was also aligned with the Soviets from 1956 onward, long before the United States had developed a close working relationship with Israel. 

That relationship has declined in importance for the Israelis. Over the years the amount of U.S. aid — roughly $2.5 billion annually — has remained relatively constant. It was never adjusted upward for inflation, and so shrunk as a percentage of Israeli gross domestic product from roughly 20 percent in 1974 to under 2 percent today. Israel’s dependence on the United States has plummeted. The dependence that once existed has become a marginal convenience. Israel holds onto the aid less for economic reasons than to maintain the concept in the United States of Israeli dependence and U.S. responsibility for Israeli security. In other words, it is more psychological and political from Israel’s point of view than an economic or security requirement. 

Israel therefore has no threats or serious dependencies, save two. The first is the acquisition of nuclear weapons by a power that cannot be deterred — in other words, a nation prepared to commit suicide to destroy Israel. Given Iranian rhetoric, Iran would appear at times to be such a nation. But given that the Iranians are far from having a deliverable weapon, and that in the Middle East no one’s rhetoric should be taken all that seriously, the Iranian threat is not one the Israelis are compelled to deal with right now.

The second threat would come from the emergence of a major power prepared to intervene overtly or covertly in the region for its own interests, and in the course of doing so, redefine the regional threat to Israel. The major candidate for this role is Russia. 

During the Cold War, the Soviets pursued a strategy to undermine American interests in the region. In the course of this, the Soviets activated states and groups that could directly threaten Israel. There is no significant conventional military threat to Israel on its borders unless Egypt is willing and well-armed. Since the mid-1970s, Egypt has been neither. Even if Egyptian President Hosni Mubarak were to die and be replaced by a regime hostile to Israel, Cairo could do nothing unless it had a patron capable of training and arming its military. The same is true of Syria and Iran to a great extent. Without access to outside military technology, Iran is a nation merely of frightening press conferences. With access, the entire regional equation shifts.

After the fall of the Soviet Union, no one was prepared to intervene in the Middle East the way the Soviets had. The Chinese have absolutely no interest in struggling with the United States in the Middle East, which accounts for a similar percentage of Chinese and U.S. oil consumption. It is far cheaper to buy oil in the Middle East than to engage in a geopolitical struggle with China’s major trade partner, the United States. Even if there was interest, no European powers can play this role given their individual military weakness, and Europe as a whole is a geopolitical myth. The only country that can threaten the balance of power in the Israeli geopolitical firmament is Russia.

Israel fears that if Russia gets involved in a struggle with the United States, Moscow will aid Middle Eastern regimes that are hostile to the United States as one of its levers, beginning with Syria and Iran. Far more frightening to the Israelis is the idea of the Russians once again playing a covert role in Egypt, toppling the tired Mubarak regime, installing one friendlier to their own interests, and arming it. Israel’s fundamental fear is not Iran. It is a rearmed, motivated and hostile Egypt backed by a great power. 

The Russians are not after Israel, which is a sideshow for them. But in the course of finding ways to threaten American interests in the Middle East — seeking to force the Americans out of their desired sphere of influence in the former Soviet region — the Russians could undermine what at the moment is a quite secure position in the Middle East for the United States.

This brings us back to what the Israelis were doing in Georgia. They were not trying to acquire airbases from which to bomb Iran. That would take thousands of Israeli personnel in Georgia for maintenance, munitions management, air traffic control and so on. And it would take Ankara allowing the use of Turkish airspace, which isn’t very likely. Plus, if that were the plan, then stopping the Georgians from attacking South Ossetia would have been a logical move.

The Israelis were in Georgia in an attempt, in parallel with the United States, to prevent Russia’s re-emergence as a great power. The nuts and bolts of that effort involves shoring up states in the former Soviet region that are hostile to Russia, as well as supporting individuals in Russia who oppose Prime Minister Vladimir Putin’s direction. The Israeli presence in Georgia, like the American one, was designed to block the re-emergence of Russia.

As soon as the Israelis got wind of a coming clash in South Ossetia, they — unlike the United States — switched policies dramatically. Where the United States increased its hostility toward Russia, the Israelis ended weapons sales to Georgia before the war. After the war, the Israelis initiated diplomacy designed to calm Russian fears. Indeed, at the moment the Israelis have a greater interest in keeping the Russians from seeing Israel as an enemy than they have in keeping the Americans happy. U.S. Vice President Dick Cheney may be uttering vague threats to the Russians. But Olmert was reassuring Moscow it has nothing to fear from Israel, and therefore should not sell weapons to Syria, Iran, Hezbollah or anyone else hostile to Israel.

Interestingly, the Americans have started pumping out information that the Russians are selling weapons to Hezbollah and Syria. The Israelis have avoided that issue carefully. They can live with some weapons in Hezbollah’s hands a lot more easily than they can live with a coup in Egypt followed by the introduction of Russian military advisers. One is a nuisance; the other is an existential threat. Russia may not be in a position to act yet, but the Israelis aren’t waiting for the situation to get out of hand.

Israel is in control of the Palestinian situation and relations with the countries along its borders. Its position in the wider Muslim world is much better than it might appear. Its only enemy there is Iran, and that threat is much less clear than the Israelis say publicly. But the threat of Russia intervening in the Muslim world — particularly in Syria and Egypt — is terrifying to the Israelis. It is a risk they won’t live with if they don’t have to. So the Israelis switched their policy in Georgia with lightning speed. This could create frictions with the United States, but the Israeli-American relationship isn’t what it used to be.

source : www.stratfor.com Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Η γενοκτονία του ποντιακού Ελληνισμού

Ιστορία, πολιτική και αναγνώριση


Χρήστος Ιακώβου

Στις 24 Φεβρουαρίου 1994, το ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ομοφώνως την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως "Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου". Η επιλογή της συγκεκριμένης ημέρας έχει να κάνει με μία ιστορική στιγμή κατά τη διάρκεια της γένεσης του τουρκικού κράτους. Είναι η μέρα κατά την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάσθηκε στη Σαμψούντα και άρχισε τη δεύτερη και επώδυνη φάση της σφαγής των Ποντίων.
Η πράξη αυτή της Βουλής των Ελλήνων απετέλεσε, ουσιαστικώς, το πιο καθοριστικό γεγονός μετά το τέλος του ποντιακού ζητήματος το 1923, η οποία το επανακαθόρισε, επισήμως από το ελλαδικό κράτος, ως ζήτημα συστηματικής και προμελετημένης εξόντωσης ενός λαού λόγω της ιδιαίτερης εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Όμως, παρά τη σημασία της πράξης αυτής, η "Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου", παραμένει σήμερα μία ξεχασμένη επέτειος και κατ' επέκταση το ιστορικό γεγονός της γενοκτονίας παραμένει εν πολλοίς άγνωστο και στο περιθώριο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Παραμένει άγνωστη μια συστηματικά επεξεργασμένη και προμελετημένη πολιτική, η οποία άρχισε με την εξαφάνιση των ανδρών στα εργατικά τάγματα και συνεχίσθηκε με τις μαζικές εκτοπίσεις, σφαγές και απαγχονισμούς στην Αμάσεια, της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας των Ποντίων. Περίπου 350 χιλιάδες Πόντιοι, σε ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων, εξαφανίστηκαν με τη μέθοδο των εκτοπίσεων και των σφαγών στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1916 - 1923. Οι μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, σε μια συγκαλυμμένη μορφή εξόντωσης, δεν νομιμοποιούνται ακόμη και με το Δίκαιο του Πολέμου. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο και οι περιοχές στις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις δεν είχαν στρατιωτική σπουδαιότητα.

 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Γόρδιος", στην Αθήνα, το βιβλίο του λέκτορα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Θεοφάνη Μαλκίδη, με τίτλο "Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου: Ιστορία, Πολιτική και Αναγνώριση". Το βιβλίο αποτελείται από 13 κεφάλαια, τα οποία καλύπτουν την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου, από τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις μέχρι το νεοτουρκικό καθεστώς και την πολιτική για την εθνοκάθαρση στον Πόντο. Το βιβλίο περιλαμβάνει πρωτογενείς πηγές, καρπός της πολύχρονης έρευνας του συγγραφέα σε κρατικά αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Μ. Βρετανίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας, του Βατικανό, της Κοινωνίας των Εθνών και της Ελλάδας, ενώ παρατίθεται και πλούσια βιβλιογραφία και αρθρογραφία, ελληνική και ξένη.

Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 απετέλεσε σταθμό για την ιστορία της Τουρκίας, γιατί άνοιξε το δρόμο για την άνοδο στην εξουσία της φιλοδυτικής και εκσυγχρονιστικής μερίδας του στρατού. Παρά το γεγονός ότι το κίνημα προσήλκυσε την υποστήριξη των μη-τουρκικών κοινοτήτων, λόγω της ισονομίας που επαγγέλλετο, εντούτοις, δεν ανταποκρίθηκε στις αρχικές προσδοκίες των μειονοτήτων. Το εθνικιστικό πλαίσιο του κινήματος των Νεότουρκων δεν επέτρεψε τη θεμελίωση ενός καθεστώτος που να στηριζόταν στις νεωτεριστικές βάσεις, σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τα δικαιώματα των διαφόρων εθνοτήτων της αυτοκρατορίας εξακολουθούσαν να αγνοούνται και η παραδοσιακή νοοτροπία που επέμενε να βλέπει τους Τούρκους ένα ηγεμονικό έθνος μέσα στην αυτοκρατορία δεν έπαψε να κυριαρχεί.

Πέραν του επιχειρήματος ότι ήταν πρόθεση των Νεότουρκων να καταστρέψουν ένα λαό, ένα από τα συμπεράσματα επισταμένων ερευνών της τελευταίας δεκαετίας είναι ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων δεν ήταν μια μεμονωμένη παρέκκλιση. Στην ουσία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εντός ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου, το οποίο είναι η διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας σε αυτόν τον αργό θάνατο. Μετά τη σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να συμβιώσουν με τους εναπομείναντες χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Έτσι, οι κυβερνητικές οθωμανικές-τουρκικές αρχές διαμόρφωσαν μία πολιτική που είχε στόχο την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας, της καρδιάς της αυτοκρατορίας από εδαφική άποψη. Η πολιτική αυτή είχε δύο κύρια συστατικά στοιχεία: το πρώτο ήταν ο διασκορπισμός και η επανεγκατάσταση των μη Τούρκων μουσουλμάνων, όπως οι Κούρδοι και οι Άραβες, μεταξύ της τουρκικής πλειοψηφίας με σκοπό την αφομοίωσή τους, το δεύτερο αφορούσε την εκδίωξη των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών λαών από την Ανατολία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση 2.000.000 ανθρώπων συνολικά, το σύνολο ουσιαστικά του χριστιανικού πληθυσμού ης περιοχής. Αν και στόχος των ειδικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην εξόντωσή τους ήταν οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνετελέσθη και η γενοκτονία των Ποντίων. Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ανατολίας, είτε μετεγκαταστάθηκε, είτε σκοτώθηκε. Καίρια επισήμανση συνιστά ότι αυτές οι εθνικές εκκαθαρίσεις και ομογενοποιήσεις άνοιξαν το δρόμο για τη σημερνή Δημοκρατία της Τουρκίας.

 

Σήμερα το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων ήταν μία δικαιολογημένη πράξη κρατικής αναγκαιότητας, πράγμα που επιτρέπει στη χώρα να αποφεύγει να αναλάβει κάποια ηθική θέση αναφορικά με αυτό. Σε αναλογία με το επιχείρημα της αναγκαιότητας, το κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές των Ποντίων δεν ήταν εσκεμμένη πολιτική της κυβέρνησης, αλλά μία σειρά από μεμονωμένα περιστατικά που σημειώθηκαν χωρίς πρόθεση και στο πλαίσιο των δυσχερών πολεμικών συνθηκών κατά τη διάρκεια "κανονικών" εκτοπίσεων. Παραμένει, ωστόσο, τρομερά δύσκολο να εξηγήσουμε πώς 350 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε έξι χρόνια, λόγω εκτοπίσεων, χωρίς να τεθούν σε συναγερμό οι κρατικές αρχές για να τους προστατεύσουν.

 

Τα τελευταία 100 χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συσκοτίστηκαν από το φάσμα της κατάρρευσης και της διάλυσης. Μεταξύ 1878 και 1918, η αυτοκρατορία απώλεσε το 85% των εδαφών της και το 75% του πληθυσμού της. Ο φόβος της ολοκληρωτικής εξάλειψης ήταν διαρκώς παρών καθ' όλη τη διάρκεια του θανάτου της αυτοκρατορίας. Ό,τι θυμίζει εκείνη την περίοδο- και τη θυγατρική σχέση της σύγχρονης Τουρκίας με την ιστορία της παρακμής της αυτοκρατορίας - πρέπει να αποφεύγεται με κάθε κόστος. Οι Πόντιοι συνιστούν ένα σύμβολο εκείνης της τραυματικής περιόδου. Εάν οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως ένα φοίνικα που αναγεννάται από τις οθωμανικές στάχτες, οι Πόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, είναι τα ανεπιθύμητα ίχνη αυτής ακριβώς της στάχτης.

 

Το ερώτημα, όμως, το οποίο παραμένει μετέωρο γύρω από το ποντιακό ζήτημα είναι γιατί υποβαθμίστηκε η γενοκτονία των Ποντίων μέσα στη συλλογική μνήμη του νεοελληνισμού. Σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με την υποβάθμιση της γενοκτονίας στην Ελλάδα διαμέσου της προσέγγισης των γεγονότων με βάση τη θεωρία περί ανταλλαγής πληθυσμών. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας από το ελλαδικό κράτος απέκρυπτε για δεκαετίες το γεγονός ότι, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), ουδείς Πόντιος δεν ευρίσκετο στον Πόντο. Είχαν ήδη, είτε εκτοπισθεί, είτε εξολοθρευθεί. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ελλάδα ή τον Καύκασο, βρίσκονταν εκτοπισμένοι στη Μέση Ανατολή, αποδεκατιζόμενοι από τον τύφο σε στρατόπεδα προσφύγων.

 

Αυτή η, πολιτικού τύπου, ερμηνεία σχετικοποίησε το έγκλημα, ελαχιστοποίησε τις ευθύνες του ελλαδικού κράτους και περιθωριοποίησε το γεγονός στη νεοελληνική ιστοριογραφία, επιβάλλοντας για δεκαετίες τη λήθη, μέσα από μία λογική εξισορρόπησης: "Ανταλλαγή" των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους ελληνικούς της Μικράς Ασίας. Γι' αυτό, το βιβλίο του Θεοφάνη Μαλκίδη αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές επιστημονικές προσπάθειες για την ανάδειξη του ζητήματος της γενοκτονίας, συμβάλλοντας στη γενικότερη προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια για την ανάδειξη του μαζικού εγκλήματος.


Κωδικός άρθρου: 817882

ΠΟΛΙΤΗΣ - 07/09/2008, Σελίδα: 22

Περισσότερα πατήστε εδώ

Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

"Russia and the 'Responsibility to Protect'", Gareth Evans in The Los Angeles Times

31 August 2008
The Los Angeles Times

The principle was intended to prevent another Cambodia or Rwanda; it cannot be used to justify Moscow's invasion of Georgia.

The Russian government has argued that its recent military operations in Georgia were justified by the principle of "responsibility to protect" (colloquially known as R2P). This is the approach to dealing with mass-atrocity crimes that was embraced by 150 member states at the 2005 U.N. World Summit. 

Russian President Dmitry Medvedev, Prime Minister Vladimir Putin and U.N. Ambassador Vitaly Churkin have described Georgia's initial actions against the local population in the breakaway republic of South Ossetia as "genocide." Russian Foreign Minister Sergei Lavrov argued that Russia's use of force in response was an exercise of the "responsibility to protect," which applied not only "in the U.N. system when people see some trouble in Africa" but also under the Russian Constitution when its own citizens were at risk. 

For those of us who have worked long and hard to create a consensus that the world should never again turn its back on another Cambodia or Rwanda, this and every misapplication of R2P -- genuine or cynical -- is an occasion for alarm. We are conscious of the fragility of that consensus should the impression gain hold that R2P is just another excuse for the major powers to throw their weight around. It needs to be made clear beyond a doubt that whatever other explanation Russia had for its military action in Georgia, the R2P principle was not among the valid ones. 

The primary ground stated for intervention by Russian leaders was "to protect Russian citizens." But this is not an R2P rationale. R2P is about the responsibility of a sovereign state to protect populations within its own borders (and of other states to assist it), and the responsibility of other states to step in with appropriate action if that state is unable or unwilling to do so. It does not address the question of an individual country taking direct action to protect its nationals located outside its own borders. When such action has been taken in the past -- as it often has been -- the justification has been almost invariably advanced in terms of "self-defense" (since 1945, under Article 51 of the U.N. Charter). The second major reason for resisting the Russian characterization is that Russia has not made a compelling case that the threat posed by Georgia to the South Ossetian population was of a nature and scale to legitimate the use of military force. Five criteria are relevant here, and it is not clear that any of them were satisfied.

The seriousness of the threat. It is not at all clear whether any of the U.N.-specified crimes of "genocide, war crimes, ethnic cleansing or crimes against humanity" were being committed, or imminently about to be, by Georgia against South Ossetians. While Georgia's actions in attacking the South Ossetia capital, Tskhinvali, might well be thought to be an unjustified overreaction to the provocations it cites, the available evidence is not of the weight or clarity needed to justify the use of coercive military action by others in response.

The primary purpose of the response. While one purpose of the Russian military intervention may have been to protect South Ossetian civilians under attack, it is highly questionable whether that was the primary motive. Others appear to have been to establish full Russian control over both South Ossetia and Abkhazia, to dismantle Georgia's entire military capability, to scuttle Georgia's NATO ambitions and to send a clear signal to other former parts of the Soviet Union as to what would and would not be tolerated by Moscow.

Military action only as a last resort. A peaceful solution does not seem to have been out of reach here. An immediate U.N. Security Council call for Georgia to cease its military action would have placed Tbilisi under great pressure to comply. Russia did urge the Security Council on the evening of Aug. 7 to call for a cease-fire, but disagreement about whether the statement should refer to Georgia's territorial integrity led to council inaction. With a little more flexibility on all sides, this issue could probably have been finessed. Russia's position on the "last resort" issue is further weakened by its later attack on Georgian territory outside South Ossetia and Abkhazia, after Georgia signed a cease-fire agreement.

Proportionality of response. The introduction of about 20,000 Russian troops and 100 tanks into South Ossetia and Abkhazia and Georgia proper appears manifestly excessive. The Russian naval blockade in the Black Sea as well as aerial bombings of Gori, Poti, the Zugdidi region and an aviation plant in Tbilisi went well beyond the necessary minimum.

More good than harm from the intervention. That is a very difficult argument to make, based on the current evidence about refugee outflows and unrestrained reprisal actions by South Ossetian separatists against Georgians, not to mention concerns about wider implications for regional and global stability.

The final response to Russia's reliance on the R2P resolution is that there was no Security Council resolution giving it legal authority for military intervention -- an omission that Moscow complained about long and hard when the U.S. ignored this requirement in Kosovo in 1999 (not to mention Iraq in 2003). The 2005 General Assembly position was very clear that, when any country seeks to apply forceful means to address an R2P situation, it must do so through the Security Council. The Russia-Georgia case highlights the risks of states, whether individually or in a coalition, interpreting global norms unilaterally. The sense of moral outrage at reports of civilians being killed and ethnically cleansed can have the unintended effect of clouding judgment as to the best response, which is another reason to channel action collectively through the United Nations. That other major countries may have been indifferent to this constraint in the past doesn't justify Russian actions in Georgia. Vigilante justice is always dangerous.

Gareth Evans, president of the International Crisis Group, co-chaired the International Commission on Intervention and State Sovereignty, which introduced the "R2P" concept, and is the author of the forthcoming "The Responsibility to Protect: Ending Mass Atrocity Crimes Once and for All."


source: http://www.crisisgroup.org

Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

The Medvedev Doctrine and American Strategy


By George Friedman 

September 2, 2008

The United States has been fighting a war in the Islamic world since 2001. Its main theaters of operation are in Afghanistan and Iraq, but its politico-military focus spreads throughout the Islamic world, from Mindanao to Morocco. The situation on Aug. 7, 2008, was as follows:
The war in Iraq was moving toward an acceptable but not optimal solution. The government in Baghdad was not pro-American, but neither was it an Iranian puppet, and that was the best that could be hoped for. The United States anticipated pulling out troops, but not in a disorderly fashion.
The war in Afghanistan was deteriorating for the United States and NATO forces. The Taliban was increasingly effective, and large areas of the country were falling to its control. Force in Afghanistan was insufficient, and any troops withdrawn from Iraq would have to be deployed to Afghanistan to stabilize the situation. Political conditions in neighboring Pakistan were deteriorating, and that deterioration inevitably affected Afghanistan.
The United States had been locked in a confrontation with Iran over its nuclear program, demanding that Tehran halt enrichment of uranium or face U.S. action. The United States had assembled a group of six countries (the permanent members of the U.N. Security Council plus Germany) that agreed with the U.S. goal, was engaged in negotiations with Iran, and had agreed at some point to impose sanctions on Iran if Tehran failed to comply. The United States was also leaking stories about impending air attacks on Iran by Israel or the United States if Tehran didn’t abandon its enrichment program. The United States had the implicit agreement of the group of six not to sell arms to Tehran, creating a real sense of isolation in Iran.
Related Special Topic Page
The Russian Resurgence

In short, the United States remained heavily committed to a region stretching from Iraq to Pakistan, with main force committed to Iraq and Afghanistan, and the possibility of commitments to Pakistan (and above all to Iran) on the table. U.S. ground forces were stretched to the limit, and U.S. airpower, naval and land-based forces had to stand by for the possibility of an air campaign in Iran — regardless of whether the U.S. planned an attack, since the credibility of a bluff depended on the availability of force. 

The situation in this region actually was improving, but the United States had to remain committed there. It was therefore no accident that the Russians invaded Georgia on Aug. 8 following a Georgian attack on South Ossetia. Forgetting the details of who did what to whom, the United States had created a massive window of opportunity for the Russians: For the foreseeable future, the United States had no significant forces to spare to deploy elsewhere in the world, nor the ability to sustain them in extended combat. Moreover, the United States was relying on Russian cooperation both against Iran and potentially in Afghanistan, where Moscow’s influence with some factions remains substantial. The United States needed the Russians and couldn’t block the Russians. Therefore, the Russians inevitably chose this moment to strike.

On Sunday, Russian Prime Minister Dmitri Medvedev in effect ran up the Jolly Roger. Whatever the United States thought it was dealing with in Russia, Medvedev made the Russian position very clear. He stated Russian foreign policy in five succinct points, which we can think of as the Medvedev Doctrine (and which we see fit to quote here):
First, Russia recognizes the primacy of the fundamental principles of international law, which define the relations between civilized peoples. We will build our relations with other countries within the framework of these principles and this concept of international law.
Second, the world should be multipolar. A single-pole world is unacceptable. Domination is something we cannot allow. We cannot accept a world order in which one country makes all the decisions, even as serious and influential a country as the United States of America. Such a world is unstable and threatened by conflict.
Third, Russia does not want confrontation with any other country. Russia has no intention of isolating itself. We will develop friendly relations with Europe, the United States, and other countries, as much as is possible.
Fourth, protecting the lives and dignity of our citizens, wherever they may be, is an unquestionable priority for our country. Our foreign policy decisions will be based on this need. We will also protect the interests of our business community abroad. It should be clear to all that we will respond to any aggressive acts committed against us.
Finally, fifth, as is the case of other countries, there are regions in which Russia has privileged interests. These regions are home to countries with which we share special historical relations and are bound together as friends and good neighbors. We will pay particular attention to our work in these regions and build friendly ties with these countries, our close neighbors.

Medvedev concluded, “These are the principles I will follow in carrying out our foreign policy. As for the future, it depends not only on us but also on our friends and partners in the international community. They have a choice.” 

The second point in this doctrine states that Russia does not accept the primacy of the United States in the international system. According to the third point, while Russia wants good relations with the United States and Europe, this depends on their behavior toward Russia and not just on Russia’s behavior. The fourth point states that Russia will protect the interests of Russians wherever they are — even if they live in the Baltic states or in Georgia, for example. This provides a doctrinal basis for intervention in such countries if Russia finds it necessary.

The fifth point is the critical one: “As is the case of other countries, there are regions in which Russia has privileged interests.” In other words, the Russians have special interests in the former Soviet Union and in friendly relations with these states. Intrusions by others into these regions that undermine pro-Russian regimes will be regarded as a threat to Russia’s “special interests.”

Thus, the Georgian conflict was not an isolated event — rather, Medvedev is saying that Russia is engaged in a general redefinition of the regional and global system. Locally, it would not be correct to say that Russia is trying to resurrect the Soviet Union or the Russian empire. It would be correct to say that Russia is creating a new structure of relations in the geography of its predecessors, with a new institutional structure with Moscow at its center. Globally, the Russians want to use this new regional power — and substantial Russian nuclear assets — to be part of a global system in which the United States loses its primacy.

These are ambitious goals, to say the least. But the Russians believe that the United States is off balance in the Islamic world and that there is an opportunity here, if they move quickly, to create a new reality before the United States is ready to respond. Europe has neither the military weight nor the will to actively resist Russia. Moreover, the Europeans are heavily dependent on Russian natural gas supplies over the coming years, and Russia can survive without selling it to them far better than the Europeans can survive without buying it. The Europeans are not a substantial factor in the equation, nor are they likely to become substantial. 

This leaves the United States in an extremely difficult strategic position. The United States opposed the Soviet Union after 1945 not only for ideological reasons but also for geopolitical ones. If the Soviet Union had broken out of its encirclement and dominated all of Europe, the total economic power at its disposal, coupled with its population, would have allowed the Soviets to construct a navy that could challenge U.S. maritime hegemony and put the continental United States in jeopardy. It was U.S. policy during World Wars I and II and the Cold War to act militarily to prevent any power from dominating the Eurasian landmass. For the United States, this was the most important task throughout the 20th century. 

The U.S.-jihadist war was waged in a strategic framework that assumed that the question of hegemony over Eurasia was closed. Germany’s defeat in World War II and the Soviet Union’s defeat in the Cold War meant that there was no claimant to Eurasia, and the United States was free to focus on what appeared to be the current priority — the defeat of radical Islamism. It appeared that the main threat to this strategy was the patience of the American public, not an attempt to resurrect a major Eurasian power. 

The United States now faces a massive strategic dilemma, and it has limited military options against the Russians. It could choose a naval option, in which it would block the four Russian maritime outlets, the Sea of Japan and the Black, Baltic and Barents seas. The United States has ample military force with which to do this and could potentially do so without allied cooperation, which it would lack. It is extremely unlikely that the NATO council would unanimously support a blockade of Russia, which would be an act of war. 

But while a blockade like this would certainly hurt the Russians, Russia is ultimately a land power. It is also capable of shipping and importing through third parties, meaning it could potentially acquire and ship key goods through European or Turkish ports (or Iranian ports, for that matter). The blockade option is thus more attractive on first glance than on deeper analysis. 

More important, any overt U.S. action against Russia would result in counteractions. During the Cold War, the Soviets attacked American global interest not by sending Soviet troops, but by supporting regimes and factions with weapons and economic aid. Vietnam was the classic example: The Russians tied down 500,000 U.S. troops without placing major Russian forces at risk. Throughout the world, the Soviets implemented programs of subversion and aid to friendly regimes, forcing the United States either to accept pro-Soviet regimes, as with Cuba, or fight them at disproportionate cost. 

In the present situation, the Russian response would strike at the heart of American strategy in the Islamic world. In the long run, the Russians have little interest in strengthening the Islamic world — but for the moment, they have substantial interest in maintaining American imbalance and sapping U.S. forces. The Russians have a long history of supporting Middle Eastern regimes with weapons shipments, and it is no accident that the first world leader they met with after invading Georgia was Syrian President Bashar al Assad. This was a clear signal that if the U.S. responded aggressively to Russia’s actions in Georgia, Moscow would ship a range of weapons to Syria — and far worse, to Iran. Indeed, Russia could conceivably send weapons to factions in Iraq that do not support the current regime, as well as to groups like Hezbollah. Moscow also could encourage the Iranians to withdraw their support for the Iraqi government and plunge Iraq back into conflict. Finally, Russia could ship weapons to the Taliban and work to further destabilize Pakistan.

At the moment, the United States faces the strategic problem that the Russians have options while the United States does not. Not only does the U.S. commitment of ground forces in the Islamic world leave the United States without strategic reserve, but the political arrangements under which these troops operate make them highly vulnerable to Russian manipulation — with few satisfactory U.S. counters. 

The U.S. government is trying to think through how it can maintain its commitment in the Islamic world and resist the Russian reassertion of hegemony in the former Soviet Union. If the United States could very rapidly win its wars in the region, this would be possible. But the Russians are in a position to prolong these wars, and even without such agitation, the American ability to close off the conflicts is severely limited. The United States could massively increase the size of its army and make deployments into the Baltics, Ukraine and Central Asia to thwart Russian plans, but it would take years to build up these forces and the active cooperation of Europe to deploy them. Logistically, European support would be essential — but the Europeans in general, and the Germans in particular, have no appetite for this war. Expanding the U.S. Army is necessary, but it does not affect the current strategic reality.

This logistical issue might be manageable, but the real heart of this problem is not merely the deployment of U.S. forces in the Islamic world — it is the Russians’ ability to use weapons sales and covert means to deteriorate conditions dramatically. With active Russian hostility added to the current reality, the strategic situation in the Islamic world could rapidly spin out of control.

The United States is therefore trapped by its commitment to the Islamic world. It does not have sufficient forces to block Russian hegemony in the former Soviet Union, and if it tries to block the Russians with naval or air forces, it faces a dangerous riposte from the Russians in the Islamic world. If it does nothing, it creates a strategic threat that potentially towers over the threat in the Islamic world. 

The United States now has to make a fundamental strategic decision. If it remains committed to its current strategy, it cannot respond to the Russians. If it does not respond to the Russians for five or 10 years, the world will look very much like it did from 1945 to 1992. There will be another Cold War at the very least, with a peer power much poorer than the United States but prepared to devote huge amounts of money to national defense. 

There are four broad U.S. options:
Attempt to make a settlement with Iran that would guarantee the neutral stability of Iraq and permit the rapid withdrawal of U.S. forces there. Iran is the key here. The Iranians might also mistrust a re-emergent Russia, and while Tehran might be tempted to work with the Russians against the Americans, Iran might consider an arrangement with the United States — particularly if the United States refocuses its attentions elsewhere. On the upside, this would free the U.S. from Iraq. On the downside, the Iranians might not want —or honor — such a deal.
Enter into negotiations with the Russians, granting them the sphere of influence they want in the former Soviet Union in return for guarantees not to project Russian power into Europe proper. The Russians will be busy consolidating their position for years, giving the U.S. time to re-energize NATO. On the upside, this would free the United States to continue its war in the Islamic world. On the downside, it would create a framework for the re-emergence of a powerful Russian empire that would be as difficult to contain as the Soviet Union.
Refuse to engage the Russians and leave the problem to the Europeans. On the upside, this would allow the United States to continue war in the Islamic world and force the Europeans to act. On the downside, the Europeans are too divided, dependent on Russia and dispirited to resist the Russians. This strategy could speed up Russia’s re-emergence.
Rapidly disengage from Iraq, leaving a residual force there and in Afghanistan. The upside is that this creates a reserve force to reinforce the Baltics and Ukraine that might restrain Russia in the former Soviet Union. The downside is that it would create chaos in the Islamic world, threatening regimes that have sided with the United States and potentially reviving effective intercontinental terrorism. The trade-off is between a hegemonic threat from Eurasia and instability and a terror threat from the Islamic world.

We are pointing to very stark strategic choices. Continuing the war in the Islamic world has a much higher cost now than it did when it began, and Russia potentially poses a far greater threat to the United States than the Islamic world does. What might have been a rational policy in 2001 or 2003 has now turned into a very dangerous enterprise, because a hostile major power now has the option of making the U.S. position in the Middle East enormously more difficult. 

If a U.S. settlement with Iran is impossible, and a diplomatic solution with the Russians that would keep them from taking a hegemonic position in the former Soviet Union cannot be reached, then the United States must consider rapidly abandoning its wars in Iraq and Afghanistan and redeploying its forces to block Russian expansion. The threat posed by the Soviet Union during the Cold War was far graver than the threat posed now by the fragmented Islamic world. In the end, the nations there will cancel each other out, and militant organizations will be something the United States simply has to deal with. This is not an ideal solution by any means, but the clock appears to have run out on the American war in the Islamic world.

We do not expect the United States to take this option. It is difficult to abandon a conflict that has gone on this long when it is not yet crystal clear that the Russians will actually be a threat later. (It is far easier for an analyst to make such suggestions than it is for a president to act on them.) Instead, the United States will attempt to bridge the Russian situation with gestures and half measures.

Nevertheless, American national strategy is in crisis. The United States has insufficient power to cope with two threats and must choose between the two. Continuing the current strategy means choosing to deal with the Islamic threat rather than the Russian one, and that is reasonable only if the Islamic threat represents a greater danger to American interests than the Russian threat does. It is difficult to see how the chaos of the Islamic world will cohere to form a global threat. But it is not difficult to imagine a Russia guided by the Medvedev Doctrine rapidly becoming a global threat and a direct danger to American interests. 

We expect no immediate change in American strategic deployments — and we expect this to be regretted later. However, given U.S. Vice President Dick Cheney’s trip to the Caucasus region, now would be the time to see some movement in U.S. foreign policy. If Cheney isn’t going to be talking to the Russians, he needs to be talking to the Iranians. Otherwise, he will be writing checks in the region that the U.S. is in no position to cash.

source: www.stratfor.com Διαβάστε περισσότερα...