Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Οι πρόεδροι αλλάζουν, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παραμένει


Le Monde Diplomatique


Οι πρόεδροι αλλάζουν, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παραμένει


Του Arno J. Mayer
Επίτιμου καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον


Ο Καλιγούλας, ο τρίτος αυτοκράτορας της Ρώμης, ήταν ένας στυγνός τύραννος. Λέγεται ωστόσο ότι φλέρταρε με μια ιδέα -ενδεικτική του ανύπαρκτου σεβασμού που τού ενέπνεε η δημόσια εικόνα του: να διορίσει το αγαπημένο του άλογο, τον (Ινκιτάτη; Incitatus) αρχικά στη Γερουσία και κατόπιν στο αξίωμα του ύπατου. Ο Καλιγούλας ίσως να υπονοούσε με αυτό τον τρόπο ότι ο μηχανισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας λειτουργούσε από μόνος του και όταν ετίθετο σε λειτουργία, μπορούσε να απαλλαγεί από τα πλήθη των καισάρων.

Σήμερα που οι ΗΠΑ βρίσκονται παγιδευμένες στον κυκεώνα του Ιράκ και διάφορες βραδυφλεγείς βόμβες βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή» (Greater Middle East) και τον Καύκασο, το πρόβλημα έγκειται λιγότερο στην καταστροφική μετριότητα του Τζορτζ Μπους ή στην ιμπεριαλιστική φλόγα του επόμενου προέδρου, όσο στη βούληση της ίδιας της αυτοκρατορίας που ξεπήδησε μέσα από τον πόλεμο κατά της Ισπανίας (1898) και επέβαλε μια pax americana την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέζησαν από την περιπέτεια του Βιετνάμ. Ίσως και να βγουν σχετικά αλώβητες από το φιάσκο του Ιράκ. Η αυτοκρατορία, αν και προσωρινά αποδιοργανωμένη, θα εξακολουθήσει να τραβά το δρόμο της μέσα από τον δικομματισμό, τις πιέσεις των επιχειρηματικών κύκλων και τις ευλογίες των ευαγγελιστών. Η κλίση προς τις επώδυνες -όχι για τις ελίτ, αλλά για τις λαϊκές τάξεις- γκάφες χαρακτηρίζει εξάλλου τις αυτοκρατορίες που έχουν φτάσει στο στάδιο της ωριμότητας. Η αμερικανική αυτοκρατορία βέβαια, στο τέλος θα καταρρεύσει, αν και οι προβλέψεις γύρω από την επικείμενη παρακμή της είναι υπερβολικές. Οι ΗΠΑ, χωρίς ισάξιο αντίπαλο σε στρατιωτικό επίπεδο, θα παραμείνουν για λίγο καιρό ακόμα η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη.

Καθώς όμως οι ματαιόδοξες και υπερβολικά επεκτατικές ηγεμονίες είναι αναγκασμένες να δίνουν πάλη κατά της διάβρωσης, σπαταλούν τη δύναμή και το κύρος τους. Ο εκνευρισμός τους αυξάνεται. Το ίδιο και η επιθετικότητά τους. Τότε τις βλέπουμε να βρυχώνται για να υπενθυμίσουν στον κόσμο ότι δεν είναι απλά σκιάχτρα. Οι ΗΠΑ, με δεδομένη τη θέση τους για το Ιράκ και τις επιπτώσεις αυτής της κρίσης στην ευρύτερη περιοχή, θα επιχειρήσουν άραγε μια κλιμάκωση στο Ιράν, στη Συρία, στο Λίβανο, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στο Σουδάν, στη Σομαλία, στη Γεωργία και στη Βενεζουέλα; Οι απόψεις του Μακέιν και του Ομπάμα διέφεραν ως προς τον τόπο της επέμβασης και στην τακτική της υλοποίησής της. Ωστόσο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έτρεφαν καμία αμφιβολία ως προς το επείγον ή τη νομιμότητα μιας τέτοιας πράξης. Ο πρώτος τοποθέτησε τη γραμμή του μετώπου του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» στο Ιράκ. Ο δεύτερος στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν.


Η μοναδικότητα των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ διαθέτουν τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο. Ξεπερνούν κατά πολύ όλες τις παλιότερες αυτοκρατορίες. Η Ουάσιγκτον, πανταχού παρούσα στις θάλασσες, τους αιθέρες, το διάστημα και τον κυβερνοχώρο, ξέρει να προβάλει την ισχύ της σε αξιοσημείωτες αποστάσεις με ταχύτητα ρεκόρ . Έτσι, τρέχει ως αυτόκλητος σερίφης από τη μία άκρη του πλανήτη στην άλλη για να διευθετήσει ή να εκμεταλλευτεί διάφορες κρίσεις, είτε πραγματικές είτε υποθετικές. «Καμία γωνιά του κόσμου δεν είναι αρκετά απομακρυσμένη, κανένα βουνό αρκετά ψηλό, καμία σπηλιά και κανένα καταφύγιο δεν είναι αρκετά βαθύ για να κρύψει τους εχθρούς μας», δήλωνε ο πρώην υπουργός άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ (1). Η Αμερική αφιερώνει πάνω από το 20% του ετήσιου προϋπολογισμού της στις ένοπλες δυνάμεις, όσες δηλαδή είναι οι στρατιωτικές δαπάνες όλου του υπόλοιπου κόσμου. Μήπως άλλωστε δεν πραγματοποιούν οι πολεμικές της βιομηχανίες επικερδείς πωλήσεις στο εξωτερικό; Στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή», τα κράτη του Κόλπου -με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία- αγοράζουν από τις ΗΠΑ εξελιγμένα οπλικά συστήματα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων (2).

Αντί να στήσουν τις κλασικές εδαφικές αποικίες, οι ΗΠΑ διασφαλίζουν την ηγεμονία τους με την εγκατάσταση στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορικών βάσεων οι οποίες απαντώνται σε περισσότερες από εκατό χώρες, με πιο πρόσφατες εκείνες στη Βουλγαρία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Πολωνία, τη Ρουμανία, το Τουρκμενιστάν, την Κιργιζία, το Τατζικιστάν, την Αιθιοπία και την Κένυα. Δεκαέξι υπηρεσίες πληροφοριών με τα γραφεία τους διάσπαρτα ανά τον κόσμο, αποτελούν τα ώτα και τα όμματα αυτής της αυτοκρατορίας που δεν γνωρίζει σύνορα.

Η Ουάσιγκτον έχει στην κατοχή της 12 αεροπλανοφόρα, από τα οποία μόνο τα τρία δεν είναι πυρηνικά. Αυτά τα μεγαθήρια μπορούν να μεταφέρουν έως 24 αεροπλάνα ή ελικόπτερα, καθώς και πολυμελείς στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές μονάδες. Κοντά σε αυτά τα τιτάνια κατασκευάσματα πλέουν καταδρομικά, αντιτορπιλικά και υποβρύχια τα οποία συχνά είναι τηλεκατευθυνόμενα και εξοπλισμένα με πυραύλους. Το αμερικανικό ναυτικό επιβλέπει τις διάσπαρτες ανά την υφήλιο βάσεις και πραγματοποιεί περιπολίες στις σημαντικότερες θαλάσσιες οδούς. Αποτελεί την ραχοκοκαλιά μιας αυτοκρατορίας νέας κοπής. Τα πλοία εκτοπίζουν τα αεροπλάνα που είναι τα κύρια μέσα μεταφοράς στρατιωτών και πολεμοφοδίων. Στην Ουάσιγκτον και στο Πεντάγωνο το αμερικανικό ναυτικό (US Navy) πήρε πρόσφατα το πάνω χέρι έναντι του στρατού ξηράς και της αεροπορίας. (3)

Επίδειξη ισχύος
Ανάμεσα στο 2006 και το 2008, η αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Ερυθρά Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό μαρτυρά την επιθυμία της Ουάσιγκτον να κάνει επίδειξη ισχύος σε ολόκληρο τον κόσμο (4). Στην ανάγκη, προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια με το χέρι στη σκανδάλη αναμένοντας κάποιο πολιτικό όφελος. Τουλάχιστον δυο αεροπλανοφόρα βρίσκονται σήμερα σταθμευμένα ανάμεσα στο Μπαχρέιν, το Κατάρ και το Τζιμπουτί. Πλήρως εξοπλισμένα με πολεμικό υλικό και αμφίβια οχήματα, μεταφέρουν χιλιάδες στρατιώτες και ναύτες, καθώς και προσωπικό εκπαιδευμένο για ειδικές αποστολές. Οι γίγαντες των θαλασσών βρίσκονται εκεί για να θυμίζουν, όπως δήλωνε τον Ιανουάριο του 2007 ο υπουργός άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, ότι οι ΗΠΑ «Θα διατηρήσουν για πολύ καιρό ακόμα την παρουσία τους στον Περσικό Κόλπο» (5).

Μια εβδομάδα αργότερα, ο αρμόδιος για θέματα πολιτικών υποθέσεων υφυπουργός εξωτερικών Νίκολας Μπερνς εκτιμούσε ότι «το Ιράν δεν πρέπει να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή. Δεν πρέπει να ελέγχει τα νερά του Περσικού Κόλπου. Γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποστείλει δυο μαχητικές μονάδες για να παραμείνουν στην περιοχή (6)». Οι δηλώσεις των κυρίων Γκέιτς και Μπερνς θα μπορούσαν να είχαν γίνει από οποιονδήποτε υπουργό άμυνας, υπουργό εξωτερικών, διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) ή πρόεδρο των ΗΠΑ τα τελευταία εξήντα χρόνια.

Το δόγμα Κάρτερ
Ο πρόεδρος Τζίμμυ Κάρτερ, σε ομιλία του τον Ιανουάριο του 1980, λίγο καιρό αφότου είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από το Καμπ Ντέιβιντ και μόνο λίγες εβδομάδες μετά την κρίση των ομήρων στην Τεχεράνη και την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, ήταν σαφέστατος: «Οποιαδήποτε απόπειρα ξένης δύναμης να αναλάβει τον έλεγχο του Περσικού Κόλπου, θα εκληφθεί ως επίθεση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Για την απόκρουσή της θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης βίας (7)». Προσέθεσε ότι η παρουσία του ρωσικού στρατού στο Αφγανιστάν συνιστούσε «απειλή» για μια περιοχή η οποία «διαθέτει τα δύο τρίτα των εκμεταλλεύσιμων πετρελαϊκών αποθεμάτων στον κόσμο» και βρίσκεται «τριακόσια μίλια από τον Ινδικό Ωκεανό και τα στενά του Χορμούζ, μια θαλάσσια οδό από την οποία περνά υποχρεωτικά το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου ανεφοδιασμού σε πετρέλαιο».

Εικοσιέξι χρόνια αργότερα, ο πρώην υπουργός εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, σε ρόλο συμβούλου πλέον, επανέφερε στην επικαιρότητα το δόγμα Κάρτερ μεταθέτοντας την απειλή από τη Μόσχα στην Τεχεράνη: «Εάν το Ιράν επιμείνει να συνδυάζει τον παραδοσιακό περσικό ηγεμονισμό με τον σύγχρονο ισλαμικό φανατισμό (...) δεν θα πρέπει να του επιτραπεί να πραγματοποιήσει τις επεκτατικές του βλέψεις σε μια περιοχή τόσο σημαντική για τον υπόλοιπο κόσμο (8)».

Βεβαίως, οι στρατιώτες που είναι εξοπλισμένοι με υπερσύγχρονα συμβατικά όπλα δεν είναι προετοιμασμένοι για αυτούς τους ασύμμετρους πολέμους οι οποίοι δεν διεξάγονται πια ανάμεσα σε κράτη, αλλά ενάντια σε οντότητες που έχουν πρόσβαση σε μη συμβατικά όπλα και μη συμβατικές τεχνικές. Ωστόσο, τα αεροπλανοφόρα, τα πολεμικά αεροπλάνα, οι αντιπυραυλικοί πύραυλοι, οι στρατιωτικοί δορυφόροι, τα κατασκοπευτικά ρομπότ και τα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα και πλοία έχουν ακόμα λαμπρές μέρες μπροστά τους.

Οι παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, είτε άμεσες είτε έμμεσες, φανερές ή μυστικές, στρατιωτικές ή πολιτικές, συνιστούν από το 1945 τον ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ουάσιγκτον δεν δίστασε να παρέμβει, συνήθως μονομερώς, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στο Ιράκ, στο Λίβανο, στην Παλαιστίνη, στο Ιράν, στη Συρία, στη Σομαλία, στο Σουδάν, στην Ουκρανία, στη Γεωργία, στο Καζακστάν, στη Νικαράγουα, στον Παναμά..., για να υπερασπισθεί με σθένος τα αμερικανικά συμφέροντα, κηρύσσοντας παράλληλα διάφορες εκδοχές της δημοκρατίας, του καπιταλισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δυνατότητες του συστήματος
Έχοντας ως πρότυπα την «Αμερικανική Υπηρεσία για την Παγκόσμια Ανάπτυξη» (United States Agency for International Development, Usaid), το πρόγραμμα Fulbright (9) και το «Συνέδριο για την ελευθερία του πολιτισμού» (10) που ξεπήδησαν την εποχή του ψυχρού πολέμου, το μακρύ χέρι του νέου «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας» έχει επινοήσει αντίστοιχους μηχανισμούς, όπως τον «Απολογισμό της Πρόκλησης της Χιλιετίας» (Millenium Challenge Account) και την «Πρωτοβουλία για την Συνεργασία στη Μέση Ανατολή» (ΜΕΡΙ), δυο οργανισμούς που είναι απευθείας υπόλογοι στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ. Το υπουργείο άμυνας, αναβιώνοντας τις ένδοξες μέρες της «Rand Corporation», του «Ινστιτούτου Στρατηγικής Ανάλυσης» και των εδρών Σοβιετικών Σπουδών, έχει στρατολογήσει πανεπιστημιακούς στο πρόγραμμα Minerva για να συνεισφέρουν στους νέους αγώνες κατά των εξεγέρσεων.

Η πανίσχυρη οικονομία της Αμερικής, η πολυσυλλεκτική κουλτούρα της και η επιστήμη της είναι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της στρατιωτικής της δύναμης: απαράμιλλες. Πέρα από τα τεράστια δημοσιονομικά και εμπορικά ελλείμματα που κατά καιρούς προσβάλλουν το χρηματοοικονομικό της σύστημα και συγκλονίζουν τον πλανήτη, η αμερικανική οικονομία παραμένει εύρωστη και ακολουθεί τον ρυθμό της «δημιουργικής καταστροφής (11)», χωρίς να υπολογίζει το κοινωνικό κόστος τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό.

Η συρρίκνωση της βαριάς και ελαφριάς βιομηχανίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ο αδύναμος κρίκος. Ωστόσο, οι ΗΠΑ διατηρούν πάντα τα πρωτεία στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης, καθώς και στις ανακαλύψεις στο χώρο της πληροφορικής, της μοριακής βιολογίας και της νευρολογίας. Το άστρο τους ισχυροποιείται χάρη στα δημόσια δάνεια, τις ιδιωτικές δωρεές και τους χορηγούς που χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμιά τους, τα οποία έχουν τις κεραίες τους τεντωμένες στο εξωτερικό και ταυτόχρονα προσελκύουν μυαλά από ολόκληρο τον κόσμο. Ο υπέρμετρος θαυμασμός για τα παγκοσμιοποιημένα μουσεία, την αρχιτεκτονική των κέντρων των μεγάλων επιχειρήσεων και τη γενίκευση της στρατηγικής του πολιτικού ή εμπορικού μάρκετινγκ υποχρεώνουν όσους είχαν ακόμα κάποιες αμφιβολίες να παραδεχτούν ότι το αμερικανικό μοντέλο χαίρει άκρας υγείας.

Δεν είναι, επομένως, άξιο απορίας το αν η χώρα νέμεται το μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας πίτας στην οικονομία, αλλά και στις φυσικές επιστήμες. Ακόμα πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα αγγλικά της Αμερικής επιβάλλονται σε ολόκληρο τον κόσμο ως lingua franca (διεθνής γλώσσα), ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές και τους χρήστες του διαδικτύου. Αυτό το φαινόμενο εξηγεί και τροφοδοτεί την τεράστια επιρροή των αμερικανικών πολυεθνικών, καθώς και των ιδιωτικών και δημόσιων χρηματοοικονομικών οργανισμών. Η μαζική κουλτούρα και οι αμερικανικές καταναλωτικές συνήθειες διεισδύουν και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της υδρογείου, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό. Η Wal-Mart, τα McDonald's, το Χόλλυγουντ, τα γήπεδα και οι τηλεοπτικές σειρές χορταίνουν τις μάζες με άρτο και θεάματα. Στις ασταθείς παρυφές της αυτοκρατορίας, η Ουάσιγκτον, η Wall Street και η Κ Street (ο δρόμος της Ουάσιγκτον όπου συγκεντρώνονται πολλά λόμπι) υποστηρίζουν τα καθεστώτα και τις ελίτ που προθυμοποιούνται να συνεργαστούν.

Αυτοκρατορία σε διαρκή αναζήτηση
Αυτή η δύναμη δεν είναι το προϊόν μιας αυθόρμητης γένεσης. Η Αμερική, στη διαρκή της αναζήτηση για φυσικούς πόρους, νέες αγορές και στρατηγικές θέσεις, παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες με τις αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ορισμένα κοινωνικά στρώματα απολαμβάνουν περισσότερα προνόμια από κάποια άλλα. Στο σύνολό τους όμως, η αυτοκρατορία τα αποζημιώνει σε επίπεδο οικονομικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό. Αυτό ισχύει εξίσου για τη διανόηση, τα ελεύθερα επαγγέλματα και τον τύπο.

Οι ΗΠΑ διατηρούν γιγαντιαία αποθέματα, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα, που τους επιτρέπουν να επιδιώκουν την ηγεμονική τους παρουσία παγκοσμίως. Έχουν τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν τα απαραίτητα υλικά και ψυχικά αποθέματα για να βγουν από το αδιέξοδο του Ιράκ. Ο στρατός, βέβαια, παρουσιάζει έλλειψη σε πολεμικές μονάδες για ορισμένες ασκήσεις ξηράς μεγάλης εμβέλειας και κατά καιρούς έχουν διαφανεί σημάδια αποσυντονισμού στις επιχειρήσεις εναντίον ομάδων ατάκτων, ανταρτών ή των δυνάμεων τρομοκρατών. Όμως η έλλειψη στρατιωτικού δυναμικού μάλλον δεν θα διαρκέσει πολύ. Ιδιωτικές επιχειρήσεις θα στρατολογούν σε «σκοτωμένες» τιμές ένοπλους μισθοφόρους ή πολίτες, κατά προτίμηση από «εξαρτημένες χώρες του τρίτου κόσμου» τους οποίους θα διανέμουν στα θέατρα των επιχειρήσεων.

Κάθε φορά που η Ουάσιγκτον ψέλνει το τροπάρι για την ανιδιοτελή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα κοινωνικά προγράμματα, την απελευθέρωση των γυναικών, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία για όλους, πρόκειται, εν μέρει, για τέχνασμα. Όλοι οι αμερικανοί ηγέτες είχαν ανέκαθεν τις ίδιες προτεραιότητες: να νικήσουν κατά κράτος το φάσμα του κομμουνισμού πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και να καταπνίξουν το τέρας του ακραίου ισλαμισμού μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Το Ιράκ και η εικόνα των ΗΠΑ
Η έκθεση της δικομματικής επιτροπής «Μπέικερ-Χάμιλτον» για το Ιράκ που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 6 Δεκεμβρίου του 2006, δεν εξέφραζε τόσο την ανησυχία της για το χάος στις όχθες του ποταμού Τίγρη, όσο για τις ενδεχόμενες συνέπειες στις ίδιες τις ΗΠΑ: «Το Ιράκ, το οποίο είναι απαραίτητο για την σταθερότητα στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η χώρα βρίσκεται στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σουνιτικό και το σιιτικό ισλάμ και ανάμεσα στον αραβικό και τον κουρδικό πληθυσμό. Διαθέτει τα δεύτερα κατά σειρά σημαντικότερα πετρελαϊκά αποθέματα στον κόσμο. Σήμερα χρησιμεύει ως επιχειρησιακή βάση για τη διεθνή τρομοκρατία και την Αλ Κάιντα. Το Ιράκ, αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι άλλοι τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή και στον κόσμο (12)». Εν ολίγοις, η σημασία της υπό κατοχήν χώρας σχετίζεται με το πλήγμα που ίσως επιφέρει μια τυχόν κατάρρευσή της στην εικόνα της Αμερικής στον κόσμο...

Ο Τζέιμς Α. Μπέικερ (ρεπουμπλικανός) και ο Λι Χ. Χάμιλτον (δημοκρατικός), σύμφωνοι με τις λεγεώνες των ειδικών επί της εξωτερικής πολιτικής που συντάσσονται με την επίσημη γραμμή, απεφάνθησαν ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να υπαγορεύει το νόμο στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή». Η έκθεση ήταν σαφέστατη ως προς αυτό το σημείο: «Ακόμα και μετά την αποχώρηση των αμερικανικών ταξιαρχιών εισβολής από το Ιράκ, θα διατηρήσουμε σημαντική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή χάρη στις στρατιωτικές μας δυνάμεις που θα παραμείνουν στο Ιράκ και στην ανάπτυξη των επίγειων, ναυτικών και αεροπορικών μας δυνάμεων με αφετηρία το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν και το Κατάρ, καθώς και στην αυξανόμενη παρουσία μας στο Αφγανιστάν».

Δεν είναι άξιο απορίας που οι κύριοι Μπέικερ και Χάμιλτον ζήτησαν την συμβουλή των πιο λαμπρών «ανεξάρτητων» ή υπερκομματικών ερευνητικών στρατηγικών ινστιτούτων και άλλων «δεξαμενών ιδεών» που ανθούν από το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, σε σημείο πια να συνιστούν μια πέμπτη εξουσία. Σε πολλά από αυτά τα ινστιτούτα, ιθύνοντες, σύμβουλοι και διανοούμενοι δεν κρύβουν τις ιδεολογικές τους εξαρτήσεις. Ορισμένοι μάλιστα προσέφεραν στο χέρι περιλήψεις και κείμενα-κλειδιά για την έκθεση σχετικά με το Ιράκ.

Το «Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών» (Center for Strategic and International Studies, CSIS), το οποίο χρηματοδοτείται εν μέρει από το «Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς», υπήρξε ένας από τους Πυγμαλίωνες της επιτροπής «Μπέικερ-Χάμιλτον». Το κέντρο, το οποίο συγκεντρώνει στους κόλπους του διοικητικά στελέχη και ειδικούς που προέρχονται τόσο από τη δημόσια διοίκηση, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, διακηρύσσει ποιός είναι ο στόχος του: «Η βελτίωση της ασφάλειας και η διατήρηση της ευημερίας σε μια εποχή πολιτικού μετασχηματισμού, σε συνδυασμό με την παροχή στρατηγικών αναλύσεων και πρακτικών λύσεων στους ιθύνοντες ούτως ώστε να μπορούν να φαντάζονται το μέλλον και να προλαβαίνουν τις αλλαγές».

Ανάμεσα στα μέλη του φιγουράρουν ο νυν και οι πρώην πρόεδροι του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών Time Inc., Coca-Cola, Merrill Lynch, Lehman Brothers, ExxonMobil και Morgan Stanley. Χωρίς να ξεχνάμε και τον τελευταίο αρχιερέα της «soft power» (ήρεμη δύναμη), τον καθηγητή Τζόζεφ Σ. Νάι, από το Kennedy School of Government του Χάρβαρντ (13) . Όσο για το πάνελ των συμβούλων, περιλαμβάνει ένα μπουκέτο από πρώην υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, δημοκρατικούς και ρεπουμπλικανούς: τον Χάρολντ Μπράουν, τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, τον Φρανκ Καρλούτσι, τον Χένρι Κίσινγκερ, τον Τζέιμς Σλέσινγκερ, τον Μπρεντ Σκόουκροφτ και την Κάρλα Χιλς.

Δεξαμενές σκέψεις και πολιτική
Διάφοροι ημι-ιδιωτικοί οργανισμοί εκμεταλλεύονται το ίδιο θέμα. Το ανεξάρτητο, κατά την επίσημη εκδοχή, «Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο» το οποίο έχει ιδιαίτερη εμπλοκή με το Ιράκ (και προεδρεύοντα τον Τζον Μακέιν), σκοπεύει «να προωθήσει τη δημοκρατία και την ελευθερία στον κόσμο ενισχύοντας τα πολιτικά κόμματα, τους δημόσιους θεσμούς, τις ελεύθερες εκλογές, την καλή διακυβέρνηση και το κράτος δικαίου». Στο ίδιο πνεύμα, ένας άλλος «μη κερδοσκοπικός» οργανισμός, το «Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Θεμάτων» με πρόεδρο την πρώην υπουργό εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, εργάζεται για την «ενίσχυση και την ανάπτυξη των αξιών και των θεσμών της δημοκρατίας και της πρακτικής εφαρμογής τους (...) σε όλες τις περιοχές του κόσμου».

Με ένα πιο περιορισμένο τομέα δραστηριοτήτων, το «Ινστιτούτο για την πολιτική της Μέσης Ανατολής» το οποίο αυτοαποκαλείται πλουραλιστικό, αλλά τοποθετείται σαφώς στα δεξιά, προτίθεται «να εργαστεί για μια καλύτερη, ρεαλιστική και ισορροπημένη κατανόηση των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή (...) και για την προώθηση της αμερικανικής ανάμειξης στην περιοχή με γνώμονα την ενδυνάμωση των συμμαχιών και της φιλίας οι οποίες θα προσφέρουν στους τοπικούς πληθυσμούς την ασφάλεια, την ειρήνη, την ευημερία και τη δημοκρατία».

Η επιτροπή «Μπέικερ-Χάμιλτον» ζήτησε επίσης τη γνώμη των Council on Foreign Relations, Brookings Institute, Rand Corporation και American Enterprise Institute. Όποιες κι αν είναι οι ιδεολογικές τους τοποθετήσεις, είτε προς τη δεξιά είτε προς το κέντρο, οι συνεργάτες, οι εταίροι ή οι μαικήνες αυτών των οργανισμών δεν έχουν καμία αμφιβολία ως προς το κόστος και τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που αποφέρει η επεκτατική πολιτική στις ΗΠΑ αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Οι διαφωνίες και οι συζητήσεις κινούνται γύρω από τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε να κατοχυρωθεί η ασφάλεια και να αξιοποιηθεί και να διαφυλαχθεί η αμερικανική ηγεμονία, παρά γύρω από τις αξίες, τους σκοπούς και την ηθική που αυτή καλείται θεωρητικά να υπερασπιστεί. Εκεί που οι νεοσυντηρητικοί κηρύσσουν χωρίς ενδοιασμούς την συνέχιση της εκπολιτιστικής αμερικανικής πολιτικής, οι κεντρώοι «πλουραλιστές» λένε το ίδιο πράγμα, αλλά sotto voce (χαμηλόφωνα).

Το «πεπρωμένο» της υπερδύναμης
Η υπουργός εξωτερικών Κοντολίζα Ράις, υπενθυμίζοντας ότι ο ρόλος των ΗΠΑ είναι «μοναδικός» σε ένα κόσμο στον οποίο «ελάχιστα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν χωρίς εμάς», παραδέχθηκε με αφέλεια: «Εμείς, οι Αμερικανοί, αναμειγνυόμαστε στη διεθνή πολιτική επειδή έτσι πρέπει και όχι επειδή έτσι θέλουμε. Είναι μια συνετή στάση, αυτή που αρμόζει σε μια δημοκρατία και όχι σε μια ηγεμονία (14)».

Εν πάσει περιπτώσει, ακόμα και οι κεντρώοι επικριτές της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπους επιφυλάσσονται να καταγγείλουν την Ουάσινγκτον για την άνευ όρων υποστήριξη που παρέχει στο Ισραήλ και, όπως και οι νεοσυντηρητικοί, αρνούνται να συνδέσουν τον μαρασμό του Ιράκ με το ισραηλινοπαλαιστινιακό αδιέξοδο. Και οι μεν και οι δε εμφανίζονται σκεπτικοί απέναντι σε ένα από τα πορίσματα της έκθεσης «Μπέικερ-Χάμιλτον» που αναφέρει ότι οι ΗΠΑ «δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους στη Μέση Ανατολή εάν δεν έλθουν ευθέως αντιμέτωπες με την ισραηλινοαραβική διένεξη και την αστάθεια που απορρέει εξαιτίας της στην περιοχή». Ομοίως, στο ζήτημα του Ιράν, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί θα μπορούσαν να μιλούν σχεδόν ομόφωνα, αφού τόσο πολύ φαίνονται να συμφωνούν στον σχεδιασμό μυστικών επιχειρήσεων, επισείοντας αδιάκοπα την απειλή ενός ισχυρότερου οικονομικού εμπάργκο ή στρατιωτικής δράσης.

Η αμερικανική ηγεμονία δεν σχετίζεται -ούτε σχετίστηκε ποτέ- με το άτομο του Τζορτζ Μπους, όπως αύριο δεν θα ταυτίζεται περισσότερο με το νέο πρόεδρο. Ο Μπάρακ Ομπάμα θα μπορούσε να μιλά εξ ονόματος και των δυο κομμάτων όταν ανακοίνωνε τον Μάρτιο του 2008: «Η δική μου εξωτερική πολιτική προτίθεται να επιστρέψει στην υπερκομματική και ρεαλιστική πολιτική του πατέρα Τζορτζ Μπους, του Τζον Κένενεντι και, σε ορισμένα σημεία, του Ρόναλντ Ρίγκαν (15)». Κανένας υποψήφιος για την προεδρία δεν προτείνει άλλη εναλλακτική λύση απέναντι στην ιμπεριαλιστική αποστολή των ΗΠΑ, εκτός ίσως από την απάλυνση της συνήθους μεσσιανικής και ηθικοπλαστικής ρητορικής ως προς τις ενδεχόμενες συγκρουσιακές σχέσεις με το Ιράν, την Κίνα και την Ινδία, χωρίς να παραλείπουμε και μια ενδυναμωμένη Ρωσία, τέσσερις χώρες που επιχειρούν να εφαρμόσουν κάποιες τοπικές μορφές καπιταλισμού.

Υποσημειώσεις
1) Ομιλία του Ντόναλντ Ράμσφελντ «Transforming the military», Ιανουάριος 2002, όπως δημοσιεύθηκε στο «Foreign Affairs», τόμος 81, Νο 3, Νέα Υόρκη, Μάιος-Ιούνιος 2002.
2) Βλέπε Maurice Lemoine «Διαχρονική αξία το εμπόριο όπλων», «Le Monde diplomatique»-«ΚΕ», 16-9-07.
 3) Ο ναύαρχος Μάικλ Μιούλεν είναι αρχηγός του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων. Ο ναύαρχος Ερίκ Τ. Όλσον είναι επικεφαλής της διοίκησης των ειδικών δυνάμεων που σχεδιάζει και συντονίζει τις μυστικές αντιτρομοκρατικές επεμβάσεις ανά τον κόσμο. Ο ναύαρχος Γουίλιαμ Τζ. Φάλον διηύθηνε ως τις 11 Μαρτίου του 2008 την κεντρική διοίκηση η οποία υπερασπίζεται τα αμερικανικά συμφέροντα σε μια ζώνη που περιλαμβάνει περισσότερες από 30 χώρες από τη Μέση Ανατολή ως το Πακιστάν.
4) Στις 24 Απριλίου του 2008, ο ναύαρχος Γκάρι Ράφχεντ ανακοίνωνε την εκ νέου σύσταση του τέταρτου στόλου (είχε καταργηθεί το 1950), το θέατρο επιχειρήσεων του οποίου θα είναι η Νότια Αμερική, η Κεντρική Αμερική και η θάλασσα της Καραϊβικής.
5) Διακήρυξη που έγινε στις Βρυξέλες, στις 15 Μαρτίου του 2007.
6) Ομιλία στο Ντουμπάι, 24 Ιανουαρίου 2207.
7) Ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης, 23 Ιανουαρίου 1980.
8) «International Herald Tribune», Παρίσι, 2 Αυγούστου 2006.
9) Σύστημα υποτροφιών που χρηματοδοτείται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
10) Ενώσεις που συσπειρώνουν διανοούμενους με κοινό τους στόχο την πάλη κατά του κομμουνισμού. Πολλοί, ανάμεσά τους, χρηματοδοτούνται από την CIA.
 11) Έκφραση που επινόησε το «βραβείο Νόμπελ» οικονομίας Γιόζεφ Σουμπέτερ για να περιγράψει τον καπιταλισμό.
 12) James A. Baker και Lee H. Hamilton (συμπροεδρεύοντες της επιτροπής), «The Iraq study group report», Ουάσινγκτον, 6 Δεκεμβρίου 2006: www.usip.org/isg/iraq_study_group_report/report/1206/iraq_study_group_report.pdf
13) ΣτΕ: Soft Power: Όρος της θεωρίας των διεθνών σχέσεων που περιγράφει την ικανότητα μιας πολιτικής οντότητας (κράτος) να επηρεάσει έμμεσα τη συμπεριφορά ή τα συμφέροντα άλλων πολιτικών οντοτήτων χρησιμοποιώντας πολιτιστικά ή ιδεολογικά μέσα. Διαχωρίζει σαφώς τα συγκεκριμένα μέσα από τη χρήση hard power, δηλαδή στρατιωτικές επεμβάσεις και οικονομικές πιέσεις. Ο όρος εφευρέθηκε από τον καθηγητή του Χάρβαρντ Τζότζεφ Νάι, στο βιβλίο του «Bound to Lead: The Changing Nature of American Power» (1990). Ο ίδιος τον ανέπτυξε περαιτέρω το 2004 στο βιβλίο «Soft Power: The Means to Success in World Politics». 
14) Κοντολίζα Ράις, «Rethinking the national interest. American realism for a new world», Foreign Affairs, τόμος 87, Νο 4, Ιούλιος-Αύγουστος 2008.
15) Ομιλία στο Γκρίνσμπεργκ της Πενσιλβάνια, 28 Μαρτίου 2008. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.