Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Winning Turkey


Philip Gordon, Omer Taspinar
Winning Turkey 
Brookings Institution Press, 2008


Του Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών



Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο της εξωτερικής πολιτικής και των δύο κρατών. Μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, οι σχέσεις αυτές έφθασαν στο χειρότερο τους σημείο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 
Οι δύο ερευνητές στο Ινστιτούτο Μπρούκινγς, Φίλιπ Γκόρντον και Ομέρ Τασπινάρ, στο πρόσφατο βιβλίο τους «Winning Turkey: How America, Europe and Turkey can Revive a Fading Partnership», εξηγούν τη σημερινή δυσχέρεια των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και παρουσιάζουν ένα σχέδιο για τη βελτίωση τους. 

Στην ουσία πρόκειται για μία μελέτη πολιτικής η οποία ξεκινά με μία ψυχροπολεμική αντίληψη για την Τουρκία για να δικαιολογήσει τη διαπίστωση ότι, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, η Τουρκία αποτελεί πολύτιμο σύμμαχο για τις ΗΠΑ. Η ψυχροπολεμική γεωπολιτική προσέγγιση ότι δηλαδή η Τουρκία βρίσκεται διαρκώς σε σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης (Ευρώπης – Ασίας, Χριστιανισμού – Ισλάμ) αποτελεί φολκλορική πλέον προσέγγιση που χάθηκε κάπου στο πέρασμα της δεκαετίας του 1990, όταν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το επιχείρημα αυτό απετέλεσε τη βάση για την αποτυχημένη προσπάθεια να προωθηθεί η Τουρκία ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και τουρκοφώνων κρατών της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου. 

Θα συμφωνήσω με τους συγγραφείς στην εικόνα που δίδουν για το σημερινό Τουρκικό εσωτερικό περιβάλλον: Προβλήματα πολιτικής ανάπτυξης λόγω της σχέσης ισλαμιστών – στρατού, αυξημένος αντιαμερικανισμός, ξεφουσκωμένες ελπίδες για ένταξη στην ΕΕ και αναβίωση του Κουρδικού εθνικού κινήματος που αποσταθεροποιεί ακόμη περισσότερο το ήδη ευπαθές πολιτικό τοπίο. Πιο συγκεκριμένα, αυτά που οι δύο συγγραφείς προτείνουν: α) την «μεγάλη διαπραγμάτευση» μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων β) την επιτάχυνση των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, γ) την ανανέωση της δέσμευσης μεταξύ Άγκυρας και Βρυξελλών για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, δ) ιστορικό συμβιβασμό με την Αρμενία και στ) περισσότερη και πιο αποφασιστική εμπλοκή του δυτικού παράγοντα στα θέματα των Τουρκοκυπρίων, συνθέτουν ένα πλαίσιο πολιτικής που παραπέμπει περισσότερο σε ένα εργαστηριακό σχέδιο-ρετσέτα που εκπονήθηκε στα γραφεία ενός Ινστιτούτου στην Ουάσινγκτον, όπου στο πεδίο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής μεταφράζεται σε ευσεβοποθισμό. 

Βασικά ερωτήματα μένουν αναπάντητα στις προτάσεις πολιτικής όπως: πιο είναι το πλαίσιο διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων; Ποιος και πως θα επιταχύνει τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό; Είναι έτοιμη η σημερινή Τουρκία να αποδεχθεί το ιστορικό γεγονός της Αρμενικής Γενοκτονίας; Τι εννοούν όταν λένε μεγαλύτερη εμπλοκή του δυτικού παράγοντα προς όφελος των Τουρκοκυπρίων; 

Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο και σίγουρα οι συγγραφείς δεν πρόλαβαν να δουν την στροφή του Ερντογάν, κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Γάζα, προς τον Μουσουλμανικό κόσμο, αντίθετα απ’ ότι εισηγούνται και προβλέπουν, ιδιαίτερα όταν θεωρούν ότι η Τουρκία μπορεί να αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας και επιρροής στην περιοχή.  

Η μελέτη έχει μία ιδιαίτερη σημασία. Κινείται στα στερεότυπα και αναλυτικά πλαίσια μιας ισχυρής τάσης στην αμερικανική τουρκολογία που επηρεάζει τον τρόπο σκέψης διαφόρων Αμερικανικών κυβερνητικών μηχανισμών καθώς επίσης και ορισμένων δεξαμενών σκέψεις της Ουάσινγκτον. Επιστρέφοντας, όμως, στην αρχική διαπίστωση ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο της εξωτερικής πολιτικής αμφοτέρων των κρατών, είναι εξαιρετικά αναγκαίο, για λόγους μεθοδολογίας, να προσδιορίσει κάθε ερευνητής που επιχειρεί ανάλυση των διμερών αυτών σχέσεων, πόσο ειδικό βάρος προσδίδει στην Τουρκία σήμερα η Ουάσινγκτον σε σχέση με το στρατηγικό της σχεδιασμό στην Μέση Ανατολή. Με άλλα λόγια, είναι η Τουρκία αναβαθμισμένη σε σχέση με ότι ήταν πριν την Αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003; Αν οι Αμερικανοί έλαβαν την στρατηγική απόφαση να προχωρήσουν στην δημιουργία Κουρδικού κράτους στο Ιράκ, τότε η Τουρκία θα βρεθεί σε πορεία σύμπλευσης ή αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ; Αυτό το αποφεύγουν επιμελώς οι συγγραφείς. 

1 σχόλιο:

  1. Είναι ξεκάθαρο ότι και οι δύο συγγραφείς της μελέτης εκφράζουν το αμερικανικό κατεστημένο. Καλό είναι να γνωρίζουν στην Ελλάδα τις απόψεις τους. Νομίζω ότι ο Γκόρντον είναι επικεφαλής της ομάδας για την Ευρώπη του Ομπάμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.