Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Ο Μπαράκ Ομπάμα και η Μέση Ανατολή


Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post

Σε κρίσμο σταυροδρόμι θα βρεθεί ο πρόεδρος Ομπάμα μετά την επίσκεψή του στην καρδιά του αραβικού κόσμου. Η προσδοκία που γεννάται είναι ότι ο Ομπάμα μπορεί να πείσει το Ισραήλ και τους Αραβες να αποδεχθούν επιτέλους την ειρήνη, που ξεγλιστρά επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες μέσα από τα χέρια τους. Μπορεί να το κάνει;

Για να αποδείξει ότι εννοεί τα όσα λέει, ο πρόεδρος Ομπάμα επέλεξε τους εποικισμούς. Ζήτησε από το Ισραήλ να παγώσει τους εποικισμούς, ώστε τα πράγματα να προχωρήσουν, όπως είπε και στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου πριν από ένα μήνα, στην Ουάσιγκτον. Ο Ομπάμα δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που εκφράζει την αντίθεσή του στους ισραηλινούς εποικισμούς. Ολες οι κυβερνήσεις από τον πόλεμο των έξι ημερών (1967) και μετά, εννέα τον αριθμό, διατύπωσαν το ίδιο αίτημα. Ο Νετανιάχου το απέρριψε, όπως έκαναν και οι προκάτοχοί του. Ολα αυτά σημαίνουν ότι μετά το Κάιρο ο πρόεδρος Ομπάμα θα πρέπει να αποδείξει ότι η κυβέρνησή του κάνει ό,τι λέει.

Ο Αμερικανός πρόεδρος και οι σύμβουλοί του μελετούν το ζήτημα επί εβδομάδες. Οι ΗΠΑ μπορούν να δείξουν τη δυσφορία τους με πολλούς τρόπους. Μπορούν να αρχίσουν επικρίνοντας δημοσίως τους ισραηλινούς εποικισμούς. Μπορούν στη συνέχεια να κλιμακώσουν την αντίδρασή τους με αλλαγές στις διπλωματικές και στρατιωτικές επαφές, στην κατανομή της βοήθειας και στην ανταλλαγή μυστικών πληροφοριών. Μια άλλη λύση είναι οι ΗΠΑ να καταργήσουν επωφελείς για τους εποικισμούς εισφορές που εκπίπτουν από τους φόρους ή να θεσπίσουν νέους κανόνες που να απαγορεύουν στην αμερικανική κυβέρνηση την αγορά προϊόντων που έχουν παραχθεί στους εποικισμούς. Η μάχη θα είναι σκληρή και για να γίνει αυτό αντιληπτό αρκεί μια αναδρομή στις επίσημες ανακοινώσεις για τους εποικισμούς από το 1967 και μετά, όπως τις έχει αρχειοθετήσει το Ιδρυμα για την Ειρήνη στη Μέση Ανατολή (Foundation for Middle East Peace). Χρόνο με τον χρόνο και δεκαετία με τη δεκαετία οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επαναλαμβάνουν αδιάκοπα την αντίθεση των ΗΠΑ στους εποικισμούς, τους οποίους οι ισραηλινές κυβερνήσεις συνεχίζουν απτόητες να χτίζουν. Περισσότεροι από 120 εποικισμοί χτίστηκαν τα τελευταία 42 χρόνια και σήμερα ο ισραηλινός πληθυσμός στη Δυτική Οχθη ανέρχεται σε εκατόν ενενήντα χιλιάδες στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, σε 280.000 αλλού. Επί χρόνια η επίσημη θέση των ΗΠΑ ήταν ότι οι εποικισμοί είναι παράνομοι βάσει του διεθνούς δικαίου, διότι παραβιάζουν την Τέταρτη Συνθήκη της Γενεύης, που αφορά την προστασία αμάχων εν καιρώ πολέμου. Σύμφωνα με το κείμενο του 1949, οι δυνάμεις κατοχής δεν θα εκτοπίσουν ούτε θα μεταφέρουν τμήματα δικών τους πληθυσμών σε εδάφη που τελούν υπό την κατοχή τους. Οι κυβερνήσεις των Λίντον Τζόνσον, Ρίτσαρντ Νίξον, Τζέραλντ Φορντ και Τζίμι Κάρτερ τάχθηκαν υπέρ της εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου της συνθήκης.

Δήλωση ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτική της αμερικανικής άποψης για τους εποικισμούς είχε κάνει ο Τζορτζ Μπους ο πατήρ, όταν το 1971, ων πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη, εξέφρασε απογοήτευση «για την αποτυχία του Ισραήλ να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του βάσει της Τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης, αλλά και για πράξεις που αντιβαίνουν το γράμμα και το πνεύμα της συνθήκης».

Η θέση του Ισραήλ ήταν ότι η Δυτική Οχθη δεν ήταν κατεχόμενο, αλλά διοικούμενο έδαφος, με καθεστώς αμφισβητούμενο ή ασαφές πριν από το 1967, βάσει του διεθνούς δικαίου. Η Ιορδανία είχε διοικήσει τη Δυτική Οχθη από το 1949 έως το 1967, αλλά η επικυριαρχία της δεν είχε αναγνωριστεί από τα περισσότερα κράτη. Περιπλέκοντας κι άλλο την κατάσταση, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ απεφάνθη ότι η κατοχή της Δυτικής Οχθης δικαιολογείται από την εμπόλεμη κατάσταση.

Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν αφαίρεσε τον προσδιορισμό «παράνομος» από τους ισραηλινούς εποικισμούς όταν έγινε πρόεδρος το 1981, αλλά συνέχισε να αντιτίθεται στην επέκτασή τους. Αυτή τη συγκεκριμένη τοποθέτηση υιοθέτησαν επόμενες αμερικανικές κυβερνήσεις, προσδιορίζοντας τη δημιουργία νέων εποικισμών ως «εμπόδιο για την ειρήνη» και ορίζοντας ότι το καθεστώς των ήδη υφιστάμενων εποικισμών θα καθοριστεί στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Σε όλο αυτό το διάστημα το Ισραήλ απέρριπτε όλες τις ενδιάμεσες προτάσεις και προσπάθειες να αναχαιτισθεί το εποικιστικό ρεύμα. Εφτασε στο σημείο να εκφράσει «ειδικώς επιφυλάξεις» έναντι σημείων του οδικού χάρτη του 2003.

Ανατρέχοντας στα ιστορικά δεδομένα 42 χρόνων διαπιστώνει κανείς με ανησυχία ότι οι εποικισμοί δημιούργησαν μια ομάδα πίεσης αντίθετης προς τους περιορισμούς, τους οποίους ο πρόεδρος Ομπάμα επιμένει να θεωρεί αναγκαίους. Οι Ισραηλινοί έποικοι που ζουν εδώ και μια γενιά στη Δυτική Οχθη, θίγονται άμεσα, όπως και οι Παλαιστίνιοι που έχασαν τα σπίτια και τα αγροκτήματά τους, εξαιτίας των χιλιάδων εποίκων.

Αυτός είναι ο γόρδιος δεσμός που επιχειρεί να λύσει ο Ομπάμα. Εχει το σπάνιο χάρισμα να αναζητεί τη «μέση λύση», είτε πρόκειται για φυλετικές διαφορές είτε πρόκειται για την εθνική ασφάλεια είτε πρόκειται για τις αμβλώσεις. Επί του προκειμένου όμως πολύ δύσκολα θα βρει τη χρυσή τομή. Ο Ομπάμα θα πρέπει να αρθρώσει με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια και αποφασιστικότητα από ό,τι οι προκάτοχοί του την αμερικανική πολιτική, θα πρέπει να αποδείξει ότι εννοεί όσα λέει. Για να φέρει την ειρήνη θα πρέπει πρώτα να αποκτήσει μερικούς εχθρούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.