Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Ασφυκτική κυριαρχία του χρήματος στο Ιράν


Le Monde Diplomatique

Ένας μονοπωλιακός καπιταλισμός

Του Ramine Motamed-Nejad
Καθηγητής στο Κέντρο Οικονομίας της Σορβόννης, Πανεπιστήμιο Paris-I


Όπως και οι προεδρικές εκλογές του 2005, έτσι και οι τωρινές εκλογές επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα εσωτερικά προβλήματα. Πριν από τέσσερα χρόνια, οι «μεταρρυθμιστές» υποψήφιοι νικήθηκαν γιατί αποδείχθηκαν ανίκανοι να προτείνουν μια λύση για τα κοινωνικά προβλήματα, τη στιγμή που ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ είχε υποσχεθεί «να φέρει τα χρήματα του πετρελαίου στο τραπέζι του λαού». Σήμερα, ο Ιρανός πρόεδρος εγκαλείται με τη σειρά του για τον οικονομικό απολογισμό της θητείας του.

Ήδη από το τέλος του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1988), η σχέση της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου του Ιράν με το χρήμα γνώρισε ριζικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν σημαντικά οι κυρίαρχες μέχρι τότε ηθικές αξίες, και ιδιαίτερα οι θρησκευτικές. Ο κοινωνιολόγος Φαραμάρζ Ραφιπούρ, στο βιβλίο του (1) που εκδόθηκε το 1998, αποδίδει κατά κύριο λόγο το φαινόμενο στην ανάδυση μιας μειοψηφίας η οποία δεν διστάζει πλέον να «επιδεικνύει τον πλούτο της». Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά ενισχύθηκε από την κυβέρνηση του Χασεμί Ραφσατζανί, ο οποίος, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κάλεσε τους επιχειρηματίες της ιρανικής διασποράς «να επιστρέψουν στη χώρα» για να συμβάλλουν στην ανοικοδόμησή της. 
Στο άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας, η πλειονότητα του πληθυσμού επλήγη από μια δεκαετία κρίσεων που προκάλεσαν τη διάβρωση της αγοραστικής της δύναμης και την επιδείνωση των οικονομικών προβλημάτων της. Κι ο συγγραφέας -τονίζοντας την επιθυμία για προβολή του αποκτηθέντος πλούτου των μεν, και την αύξηση της φτώχειας των δε- συμπεραίνει: «Οι υλικές αξίες και ιδιαίτερα η αξία του πλούτου θριάμβευσαν».

Οι μεταρρυθμίσεις του 1990

Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου) που δρομολογήθηκαν τον Ιανουάριο του 1990 από την κυβέρνηση του προέδρου Ραφσατζανί άνοιξαν το δρόμο για να εκφραστεί η επιθυμία για πλούτο και αφθονία. 

Εδώ και είκοσι χρόνια, ο Τύπος –αλλά και ορισμένες επίσημες εκθέσεις- δεν έπαψαν να καταγγέλλουν την «αδιαφάνεια» και τις «παρατυπίες» από τις οποίες συνοδεύτηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις. Μια ομάδα που επωφελήθηκε ιδιαίτερα από αυτές τις «μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας» ήταν τα διευθυντικά στελέχη των πρώην δημόσιων επιχειρήσεων, τα οποία έγιναν η νέα οικονομική ελίτ. Έτσι, μια έκθεση του Κοινοβουλίου αναφέρει ότι, το 1994, οι τίτλοι ιδιοκτησίας των πενήντα μεγαλύτερων βιομηχανικών επιχειρήσεων παραχωρήθηκαν στους διευθυντές τους έναντι ενός «απίστευτα χαμηλού τιμήματος», αντίθετα από «όσα προέβλεπε ο νόμος». Οι τίτλοι ιδιοκτησίας πληρώθηκαν χάρη σε δάνεια που χορήγησε στους νέους ιδιοκτήτες η Εταιρία Επενδύσεων των Εθνικών Βιομηχανιών, δηλαδή με χρήματα του Δημοσίου. Η ίδια πρακτική συνεχίστηκε και από τις κυβερνήσεις του Μοχάμεντ Χαταμί και του Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ. 


Άνθιση της παραοικονομίας 

Η απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου αποτελεί άλλη μια πηγή κερδών. Δημιουργεί σταθερές πηγές εσόδων, όχι μόνο στην επίσημη οικονομία, αλλά και στα κυκλώματα της παραοικονομίας στα οποία κυριαρχεί το λαθρεμπόριο. Εδώ και μερικά χρόνια, ο Τύπος αποκαλεί «Μαφίες» όλους όσους επωφελούνται από το φαινόμενο. Με αυτόν τον όρο υποδηλώνονται οι οικονομικές ομάδες που ελέγχουν την εισαγωγή και τα δίκτυα διανομής των τροφίμων, των βιομηχανικών προϊόντων και των ναρκωτικών ή επιδίδονται στην υπεξαίρεση και στην εξαγωγή ενός μέρους της ενεργειακής παραγωγής της χώρας, παρά το γεγονός ότι ανήκει στην αρμοδιότητα της Εθνικής Ιρανικής Εταιρίας Πετρελαίου (NIOC).

Όπως αναφέρει η ερευνήτρια Φαρίμπα Αντελκάχ, «οι μεγαλέμποροι του παζαριού», όπως επίσης και το πολιτικό προσωπικό και οι θεσμοί του καθεστώτος, «συμμετέχουν άμεσα και μαζικά στην παράλληλη οικονομία, ενδεχομένως με στόχο τον πλουτισμό, αλλά επίσης και την αυτοχρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους (2)». Έτσι, η ελίτ του εμπορικού κόσμου, η οποία διέθετε ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή τη δεκαετία του 1980, οφείλει στο εξής να αναμετρηθεί με τους νέους οικονομικούς παίκτες που συμμετέχουν στο κυνήγι του πλούτου.

Ιδιότυπος καπιταλισμός
Από την πλευρά τους, οι κυρίαρχες ομάδες του καπιταλισμού δεν υστερούν. Δημιούργησαν μεγάλους βιομηχανικούς, χρηματοοικονομικούς και εμπορικούς ομίλους που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αυτοχρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους, χωρίς ωστόσο να αδιαφορούν για τα οικονομικά και χρηματοδοτικά προνόμια που τους παραχωρούν διάφοροι δημόσιοι ή ημιδημόσιοι θεσμοί. Αποκτούν τον έλεγχο των προμηθειών του Δημοσίου, δηλαδή σχεδόν εγγυημένες αγορές. Επιπλέον, κάθε φορά που είναι δυνατόν, προσπαθούν να αποφύγουν την αποπληρωμή των χρεών τους.

Δεν πρόκειται ούτε για κρατικό καπιταλισμό (δεδομένου ότι το κράτος έχει αποσυρθεί πλέον από πολλούς τομείς της οικονομίας), αλλά ούτε και για καπιταλισμό της αγοράς: οι όμιλοι παρακάμπτουν όλους τους φορολογικούς, εμπορικούς και χρηματοοικονομικούς κανόνες, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζουν την εγκατάσταση νέων ανταγωνιστών στην αγορά. 

Δύο παραδείγματα αρκούν για να γίνει ευκολότερα κατανοητή η βαθύτατη αλλαγή. Καταρχάς, τα μεγάλα ιδρύματα: πολλά από αυτά δημιουργήθηκαν λίγο μετά την επανάσταση του 1979 και –θεωρητικά τουλάχιστον- ο σκοπός τους είναι φιλανθρωπικός. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ιδρύματος για τους απόκληρους και τους τραυματίες του πολέμου Ιράν-Ιράκ. Το συγκεκριμένο ίδρυμα, το οποίο είχε ιδιαίτερα ενεργή παρουσία στα εμπορικά κυκλώματα (κυρίως στο εμπόριο όπλων) κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, στη συνέχεια διαφοροποίησε σε τεράστιο βαθμό τις δραστηριότητές του. Σήμερα, περιλαμβάνει χιλιάδες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου, της γεωργίας, του τουρισμού, ακόμα και της αεροναυπηγικής βιομηχανίας. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει τους δικούς του χρηματοοικονομικούς θεσμούς, τους οποίους έχει συγκεντρώσει σε έναν γιγάντιο επιχειρηματικό όμιλο, τον Χρηματοπιστωτικό Οργανισμό του Ιδρύματος, ο οποίος διαθέτει κολοσσιαία εξουσία. Ωστόσο, καθώς αρνείται ότι αποτελεί «τράπεζα», έχει αποφύγει τους περιορισμούς και το νομοθετικό πλαίσιο που επιβάλλει στις επιχειρήσεις του κλάδου η κεντρική τράπεζα της χώρας. Επίσης, αρνείται να εκπληρώσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Όταν ο πρόεδρος Χαταμί (1997-2005) προσπάθησε να το αναγκάσει να σεβαστεί το νόμο, υπέστη μια οδυνηρή ήττα.
 
Μονοπώλια αυτοκινητοβιομηχανίας 

Το δεύτερο παράδειγμα μας το προσφέρει η εταιρία Iran Khodro, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στη Μέση Ανατολή, της οποίας το 40% των μετοχών ανήκει στο κράτος. Μαζί με την εταιρία Saipa, αποτελούν εκ των πραγμάτων μονοπώλιο στην αγορά: το μερίδιο της Saipa ανέρχεται στο 35%, ενώ το μερίδιο της Iran Khodro υπερβαίνει το 55%. Μετά το άνοιγμα της αγοράς στις εισαγωγές, η Iran Khodro υπέγραψε συμφωνίες συνεργασίας με τις ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες, για τις οποίες οι ιρανική αγορά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς γνωρίζει τεράστια άνθηση: το 2004 πουλήθηκαν 720.000 αυτοκίνητα, το 2006 1.100.000 και το 2008 1.200.000. 

Για την Iran Khodro, το ζητούμενο είναι η διατήρηση –αν όχι η επέκταση- της ηγετικής θέσης της στην αγορά, με ταυτόχρονη απόκτηση πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες, που θα συμβάλλει στην βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων της και στην εξαγωγή τους στις διεθνείς αγορές. Η PSA Peugeot Citroen, η οποία είχε ξεκινήσει από το 1992 τη συνεργασία της με την Iran Khodro για την συμπαραγωγή του μοντέλου της 405 (το μερίδιο της εγχώριας προστιθέμενης αξίας ανέρχεται στο 60%) έκανε ένα νέο βήμα το 2001, υπογράφοντας με την ιρανική εταιρία συμφωνία για τη συναρμολόγηση των μοντέλων 206 και 307 (το μερίδιο της εγχώριας προστιθέμενης αξίας είναι ακόμα αρκετά χαμηλό). 

Όσο για την Renault, δημιούργησε με τις δύο μεγάλες ιρανικές επιχειρήσεις μια κοινοπραξία για την παραγωγή του μοντέλου της Logan (3) (το οποίο στη γλώσσα φαρσί θα ονομάζεται Tondar). Στην κοινοπραξία αυτή, την Renault Ρars, η Renault θα κατέχει το 51% των μετοχών, ενώ η Iran Khodro και η Saipa, οι οποίες συμμάχησαν για πρώτη φορά, θα κατέχουν το 49%. 

Η Iran Khodro έχει αρχίσει να ενεργεί ως μελλοντικός παίκτης της παγκόσμιας αγοράς αυτοκινήτου. Αυτό φανερώνει και η συμφωνία που υπέγραψε με την αλγερινή εταιρία Famoval για τη συναρμολόγηση ενός λεωφορείου στην Αλγερία, καθώς και οι μονάδες παραγωγής που έχει δημιουργήσει στη Βενεζουέλα, στη Σενεγάλη, στη Συρία και στη Λευκορωσία για την παραγωγή του Samande (μιας παραλλαγής του Peugeot 405), το οποίο, εξάλλου, εξάγεται ήδη στην Αλγερία, στην Αίγυπτο, στη Σαουδική Αραβία, στην Τουρκία, στην Αρμενία, αλλά και στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Ουκρανία και στη Ρωσία. 

Επιπλέον, για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τους περιορισμούς όσον αφορά τη χρηματοδότηση και την ρευστότητά της, η Iran Khodro εκμεταλλεύθηκε (όπως και διάφορες άλλες επιχειρήσεις) τη δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών τραπεζών, που καθιερώθηκε το 2000, και δημιούργησε αμέσως το δικό της χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, την Pârsian. Η τράπεζα, της οποίας η Iran Khodro κατέχει το 30% των μετοχών, εξελίχθηκε στην μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της χώρας, συγκεντρώνοντας το 60% των καταθέσεων και των χορηγήσεων του τομέα. 


Αμφίβολα κι αμφιλεγόμενα δάνεια 

Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2005, όταν ο Αχμαντινεζάντ ανήλθε στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας της χώρας, κατήγγειλε ένα μέρος των ιδιωτικών τραπεζών ότι ευθύνονταν για τα «αμφίβολα κι αμφιλεγόμενα» δάνεια που χορηγούσαν. Απείλησε μάλιστα ότι θα δώσει στη δημοσιότητα τον κατάλογο όλων όσων απήλαυσαν τη «γενναιοδωρία» των συγκεκριμένων τραπεζών. Μέχρι σήμερα, δεν έχει δοθεί καμία συνέχεια στην υπόσχεσή του. Η τράπεζα Pârsian, πάντως, υπήρξε ο κυριότερος 
στόχος της εκστρατείας του. Το πραγματικό διακύβευμα της σύγκρουσης ήταν η άρνηση των τραπεζικών ιδρυμάτων να μειώσουν τα επιτόκια χορηγήσεων και, συνεπώς, τα κέρδη τους. Η αντιπαράθεση έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Οκτώβριο του 2006, όταν η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα της χώρας αποφάσισαν να καθαιρέσουν τον πρόεδρο της Pârsian. Όλες οι ιδιωτικές τράπεζες ξεσηκώθηκαν ενάντια στην απόφαση και πέτυχαν την ακύρωσή της: επρόκειτο για μια αναμφισβήτητη ήττα για τον Αχμαντινεζάντ. 

Στη συνέχεια, η ολοένα αυξανόμενη έλξη που ασκούσαν στον τραπεζικό κλάδο ορισμένες εστίες κερδοσκοπίας (ιδιαίτερα στον κλάδο των κατασκευών) οδήγησε τις ιδιωτικές –αλλά και τις δημόσιες- τράπεζες να παραμελήσουν τη χρηματοδότηση των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Προχώρησαν στη χορήγηση σημαντικών ενυπόθηκων δανείων, αλλά και σε μαζικές επενδύσεις σε ακίνητα. Έτσι, συνέβαλαν στη διόγκωση της πρωτοφανούς φούσκας στον τομέα των ακινήτων που έκανε την εμφάνισή της το 2005 (4) και ευνόησε αυτό που ένα μηνιαίο έντυπο αποκάλεσε «μπουρζουαζία των ιδιοκτητών ακινήτων (5)».

Η έκρηξη της κρίσης 
Τελικά, η φούσκα άρχισε να σκάει τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2008, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλλει στο σύνολο του τραπεζικού τομέα το κλείσιμο της στρόφιγγας της δανειοδότησης (ακόμα και τη διακοπή της χορήγησης πιστώσεων στον κλάδο των ακινήτων οι οποίες είχαν ήδη εγκριθεί και των οποίων τα ποσά είχαν αρχίσει να ξεμπλοκάρονται). Από εκείνη τη στιγμή παρατηρήθηκε μια δραστική μείωση της ζήτησης για κατοικίες, η οποία συνοδεύτηκε από την κατάρρευση της τιμής των ακινήτων και την –μερική τουλάχιστον- μείωση του ενεργητικού των δημόσιων και των ιδιωτικών τραπεζών. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις μεγάλες ζημίες που κατέγραψαν οι ιδιωτικές και οι δημόσιες τράπεζες, όπως επίσης και το κράτος, εξαιτίας της συσσώρευσης επισφαλών δανείων. 

Η κρίση που ακολούθησε είχε δύο συνέπειες. Καταρχάς, οι τράπεζες δεν είναι πλέον σε θέση να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας: από τον Δεκέμβριο του 2007 ως τον Δεκέμβριο του 2008, η χορήγηση πιστώσεων κατέρρευσε, καταγράφοντας μείωση της τάξης του 67% (6). Η συρρίκνωση των πιστώσεων είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά και επενδύσεις, καθώς και τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ενώ ένα σημαντικό τμήμα του παραγωγικού δυναμικού παραμένει αναξιοποίητο.

Επιπλέον, λόγω της μείωσης της αξίας του ενεργητικού τους, οι τράπεζες δεν μπορούν –ή δεν επιθυμούν- πλέον να πληρώσουν τις οφειλές τους στην κεντρική τράπεζα: την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2007 ως τον Σεπτέμβριο του 2008, οι οφειλές τους προς την κεντρική τράπεζα (άρα και προς το κράτος) αυξήθηκαν κατά 106% (7)! Η παραγωγική οικονομία επλήγη εξαιτίας των απλήρωτων επιταγών στις εταιρίες και της μη καταβολής των δεδουλευμένων στους μισθωτούς. 

Ανεκπλήρωτες προσδοκίες της επανάστασης 
Η ιδιωτικοποίηση συνέβαλε στον πλουτισμό ορισμένων, ενώ εξέθεσε μεγάλο τμήμα των εργαζομένων στην ανεργία (8) καθώς και σε μια ολοένα περισσότερο επισφαλή κατάσταση, καθώς οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων πούλησαν τον εξοπλισμό των επιχειρήσεών τους και στη συνέχεια κήρυξαν πτώχευση ή άρχισαν να μην καταβάλλουν τους οφειλόμενους μισθούς ή προχώρησαν απλούστατα σε απολύσεις. Όσο για τον πληθωρισμό, ακολούθησε μια πορεία που θυμίζει τη δεκαετία του 1990: σύμφωνα με τις επίσημες πηγές, το 2008 ανερχόταν στο 25% (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις ξεπέρασε το 50%), ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2009, οι αρχές δήλωσαν ότι ξεπέρασε το 60%.

Από τον Σεπτέμβριο του 2005, όταν η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την ολοένα και μεγαλύτερη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού και της μεσαίας τάξης, επικέντρωσε το οικονομικό της πρόγραμμα στην αναδιανομή της πίστωσης, έτσι ώστε να στηριχθεί η κατανάλωση και να έχουν τη δυνατότητα οι επιχειρήσεις να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην εσωτερική αγορά. Ο κατάλογος των διάφορων μορφών δανείων που χορηγούνται με την εγγύηση του κράτους μας δίνει μια εικόνα για το εύρος της πολιτικής που εφαρμόστηκε: δάνεια σε συνταξιούχους, σε φοιτητές, σε αγρότες, για το γάμο νεαρών ζευγαριών, για την απόκτηση πρώτης κατοικίας…

Όμως, εδώ και περισσότερο από είκοσι χρόνια, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας είναι βυθισμένο στην υπερχρέωση λόγω της διαρκούς μείωσης του πραγματικού εισοδήματός της. Η «φυλάκιση λόγω χρεών» αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την αισθητή αύξηση του φαινομένου: 12.000 άτομα βρίσκονται σήμερα στη φυλακή (κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας φυλακίστηκαν γι’ αυτό το λόγο άλλα 20.000 άτομα!) (9). Τη στιγμή που οι αρχές αδυνατούν να εισπράξουν τα ποσά που οφείλουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι ποινές έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με τα ιδεώδη περί ισότητας που πρόβαλε η επανάσταση του 1979. 

Υποσημειώσεις


1. Faramarz Rafipour, «Développement et contraste. Essai d’analyse de la révolution islamique et des problèmes sociaux de l’Iran», Entechar, Τεχεράνη, 1998, (στη γλώσσα φαρσί).
2. Στην παρουσίασή της για το έργο του Arag Keshavarzian, «Bazar and State in Iran. The Politics of the Teheran Marketplace» (2007) που περιλαμβάνεται στο «Sociétés Politiques Comparées», nº 2, Παρίσι, Φεβρουάριος 2008.
3. (ΣτΜ) Πρόκειται για ένα μοντέλο που σχεδιάστηκε πρόσφατα από τη Dacia, τη ρουμανική θυγατρική της Renault, και το οποίο, καθώς είναι εξαιρετικά φθηνό (επειδή είναι σχετικά παλαιάς τεχνολογίας, χωρίς εξελιγμένα ηλεκτρονικά) προορίζεται κυρίως για την αγορά των πρώην Ανατολικών χωρών και των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά έχει αρχίσει να γνωρίζει επιτυχία και στην Ευρώπη. 
4. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, εκφράστηκε με αύξηση της τιμής των ακινήτων στην πόλη της Τεχεράνης κατά 200%. Μάλιστα, μέσα σε δεκαοκτώ μήνες, μονάχα, η αξία των συναλλαγών στην κτηματαγορά ξεπέρασε τα 600 δισ. δολάρια (Βλέπε τη μηνιαία επιθεώρηση «Gozaresh», nº204, Τεχεράνη, Ιανουάριος 2009, σελ. 27)
5. Kamal At-Hari, «La bourgeoisie immobilière», Chesmeh Andaz-e Iran, nº47, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008.
6. Βλέπε την ημερήσια εφημερίδα «Sarmayeh», Τεχεράνη, 23 Απριλίου 2009.
7. «Sarmayeh», 10 Ιανουαρίου 2009.
8. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, το 2008, το 15% του ενεργού πληθυσμού ήταν άνεργο. 
9. «Jam-e jam», Τεχεράνη, 20 Δεκεμβρίου 2008. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.