Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Πολιτικός στόχος με ιστορία πολλών ετών




Του Νικου Παπαναστασιου*


Οι συνθήκες ειρήνης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με βασικότερη αυτή των Βερσαλλιών, είχαν ως κύριο σκοπό να αποδυναμώσουν τη Γερμανία σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί στο μέλλον να απειλήσει την ειρήνη στην Ευρώπη. Στους επαχθείς όρους, που επιβλήθηκαν χωρίς διαπραγμάτευση στους ηττημένους, συγκαταλέγονταν και η απαγόρευση της ένωσης της Γερμανίας με την ακρωτηριασμένη Αυστρία. Προκειμένου, δε, να αποτρέψουν μια τέτοια προοπτική, οι σύμμαχοι της Αντάντ δεν δίστασαν να παραβιάσουν την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών που συμπεριλαμβάνονταν στις ιδεαλιστικές διακηρύξεις του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον («14 σημεία»). Κατά συνέπεια, σχεδόν εξίσου δημοφιλές με το αίτημα ακύρωσης της ταπεινωτικής Συνθήκης των Βερσαλλιών, είτε με τη συναίνεση των Συμμάχων είτε με στρατιωτικά μέσα, υπήρξε στη Γερμανία κατά τον Μεσοπόλεμο και η επιδίωξη μιας κοινής πατρίδας Γερμανών και ομογάλακτων Αυστριακών. Ανάλογη απήχηση είχε η ιδέα αυτή και στην ίδια την Αυστρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι την επομένη της συνθηκολόγησης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων η αυστριακή εθνοσυνέλευση προώθησε άμεσα το αίτημα της ένωσης με τη Γερμανία, αρχικά με την ψήφιση σχετικού νόμου (άρθρο 2) και αργότερα προσωρινού συντάγματος. Το σκεπτικό ήταν ότι η αποδυναμωμένη Αυστρία, που απετελείτο από τμήμα των γερμανόφωνων περιοχών της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας, δεν μπορούσε να επιβιώσει μόνη της. Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαίο που ο Αυστριακός Αδόλφος Χίτλερ συμπεριέλαβε στο προπαγανδιστικό του μανιφέστο «Ο Αγών μου» (1924-25), ως προγραμματικό πολιτικό στόχο τη δημιουργία ενός «μεγάλου Γερμανικού Ράιχ» με την προσάρτηση της Αυστρίας, ως πρώτο βήμα για τη συνένωση όλων των γερμανόφωνων και γερμανικών λαών.


Όταν ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933, συνδύασε τον μεγαλοϊδεατισμό του με την πρόθεση αποκατάστασης της ιστορικής «αδικίας» σε βάρος της Αυστρίας, όταν δεν συμπεριελήφθη στην ενιαία Γερμανία του Μπίσμαρκ. Πριν ακόμα εδραιωθεί στην εξουσία και γίνει ο παντοδύναμος «Φύρερ», θέλησε να εκμεταλλευτεί τη διάλυση της συμμαχίας των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να μετατρέψει την Αυστρία «σε αποικία ή επαρχία του Γερμανικού Ράιχ» (Κ. Σούσνιγκ). Πολύ σύντομα όμως κατάλαβε ο Φύρερ ότι δεν υπήρχε ευθεία οδός που να οδηγεί στη Βιέννη. Μάλιστα, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα Αυστριακών εθνικοσοσιαλιστών εναντίον του sui generis «αυστροφασιστικού» καθεστώτος του Ντόλφους τον Ιούλιο του 1934 απέσυρε την υποστήριξη που τους παρείχε και αναπροσάρμοσε τη στρατηγική του.

Πρώτον, διότι χρειαζόταν χρόνο για να κάμψει την αντίσταση πολιτικών δυνάμεων στην Αυστρία που είτε υπερασπίζονταν την αυτόνομη εθνική της υπόσταση, είτε αποστρέφονταν την ένωση υπό την σκέπη του ναζισμού και δεύτερον για να εξευμενίσει τον Μουσολίνι. Ο Ιταλός δικτάτορας είχε τότε, από ιδιοτέλεια, αναλάβει τον ρόλο του θεματοφύλακα της αυστριακής ανεξαρτησίας με την ελπίδα να τη μετατρέψει σε προτεκτοράτο. Τα δεδομένα άλλαξαν για τον Χίτλερ όταν η Ρώμη αναζητούσε διπλωματικά ερείσματα για να αποφύγει την διεθνή απομόνωση εξαιτίας της εισβολής στην Αβησσυνία. Ετσι, πριν εκπνεύσει ένας χρόνος από την αποστολή ιταλικών στρατευμάτων στο Μπρένερο των Αλπεων για να αποθαρρύνει γερμανικές βλέψεις επέμβασης στην Αυστρία, ο Ντούτσε δήλωσε στις αρχές του 1936 ότι δεν έχει αντίρρηση στο να καταστεί η Αυστρία γερμανικός «δορυφόρος». Οπως φάνηκε τελικά, η σύσφιγξη των σχέσεων Βερολίνου - Ρώμης καθιστούσε μακροπρόθεσμα ανέφικτη τη διατήρηση της αυστριακής κρατικής οντότητας, διότι η Αυστρία δεν ανήκε τότε σε συνασπισμούς και συμμαχίες.

Θριαμβευτική υποδοχή, αλλά και πρωτόγνωρη τρομοκρατία

Πέρα από το ευνοϊκό διεθνές σκηνικό, ο δρόμος για την προσάρτηση της Αυστρίας είχε ανοίξει και εξαιτίας της απόλυτης κυριαρχίας του Χίτλερ επί ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού και του στρατού. Στο πλαίσιο αυτό, η κατάφωρη παραβίαση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών με την επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας των Γερμανών και την είσοδο της Βέρμαχτ στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της παραμεθόριας Ρηνανίας, καθιστούσε την Αυστρία τον επόμενο στόχο των ναζιστικών επεκτατικών σχεδίων. Για τον ίδιο τον Χίτλερ, το ναζιστικό όραμα για τη «Νέα Ευρώπη» προϋπέθετε τον έλεγχο της Αυστρίας από ομοϊδεάτες του. Ως εκ τούτου, σε τελεσίγραφό του προς τον καγκελάριο Σούσνιγκ απαίτησε να συμπεριληφθούν στην αυστριακή κυβέρνηση ναζιστικά ανδρείκελα. Η πολιτική ηγεσία της Αυστρίας υπέκυψε αρχικά στην προκλητικότητα του Φύρερ και παρέδωσε το υπουργείο Εσωτερικών και τον έλεγχο της Αστυνομίας στον αρχηγό του ναζιστικού κόμματος της Αυστρίας Σάις - Ινγκβαρτ. Οταν ο καγκελάριος συνειδητοποίησε ότι χάνει τον έλεγχο, αποπειράθηκε να διεξαγάγει δημοψήφισμα προκειμένου να διαφυλάξει ο λαός την αυστριακή ανεξαρτησία. Τελικά, ο Σούσνιγκ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση εξ αιτίας της άρνησής του να ακυρώσει το δημοψήφισμα, σε συνδυασμό με την απροθυμία της διεθνούς κοινότητας να τον υποστηρίξει. Μη έχοντας άλλη επιλογή έδωσε εντολή να αποφευχθεί ένοπλη αντίσταση στις υπέρτερες δυνάμεις της Βέρμαχτ που εισέβαλαν κατ’ εντολήν του Χίτλερ στην Αυστρία.

Το δημοψήφισμα

Οπως δήλωσε ο Χίτλερ αργότερα, αρχικά προσανατολιζόταν στη λύση της ένωσης Αυστρίας - Γερμανίας (Union), αλλά οι επευφημίες των συμπατριωτών του όταν επισκέφθηκε τη γενέτειρά του, το Λιντς, επέβαλαν την «πλήρη προσάρτηση» της πατρίδας του, που συντελέστηκε επισήμως στις 13 Μαρτίου 1938. Το γεγονός ότι ο Χίτλερ είχε την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπατριωτών του φάνηκε από την θριαμβευτική υποδοχή που του επιφυλάχθηκε εκείνες τις μέρες στη Βιέννη, όπου το πλήθος ξεπερνούσε τις 100.000. Σύμφωνα δε με τα επίσημα στοιχεία εκείνης της περιόδου σε δημοψήφισμα που επακολούθησε στις 10 Απριλίου 1938, 99,73% των Αυστριακών και 99,01% των Γερμανών τάχθηκαν υπέρ της προσάρτησης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Αυστρία εξαφανίστηκε από τον ευρωπαϊκό χάρτη. Κυβερνήτης στην «Ανατολική Μαρκιωνία» (Ostmark), σύμφωνα με τη μεσαιωνική ονομασία που επελέγη, τοποθετήθηκε από τον Χίτλερ ο Σάις - Ινγκβαρτ. Κύριο χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων στην Αυστρία υπήρξε η πρωτόγνωρη τρομοκρατία εναντίον των αντιφρονούντων. Χιλιάδες κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή/και δολοφονήθηκαν, μεταξύ των οποίων και έξι πρώην καγκελάριοι. Επιπλέον στη νέα αυτή ναζιστική επαρχία βρήκε πεδίο εφαρμογής ο φονικός αντισημιτισμός της Ανατολικής Ευρώπης. Το πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της πρωτεύουσας, όπου σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Μέτερνιχ ξεκινούν τα Βαλκάνια, εξελίχθηκαν σε πρώτη δοκιμή για τη μορφή που θα έπαιρνε λίγα χρόνια αργότερα η «τελική λύση», δηλαδή η πλήρης εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, 135.000, από τους συνολικά 200.000 Εβραίους της Αυστρίας, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα.

Κυριαρχία στην Κεντρική Ευρώπη

Με εφαλτήριο την Αυστρία, ο Χίτλερ μπόρεσε να ενισχύσει την κυριαρχία του στην Κεντρική Ευρώπη με πρόσχημα την επίτευξη φυλετικής ενότητας. Σειρά είχε πλέον η ενσωμάτωση των γερμανόφωνων περιοχών της «Σουδητίας», δηλαδή της βόρειας και δυτικής Τσεχοσλοβακίας, όπου περισσότερο από το 50% του πληθυσμού της ήταν γερμανόφωνοι. Βέβαια, το γεγονός ότι επίτευξη των μεγαλόπνοων οραμάτων του Χίτλερ προϋπέθετε την απόκτηση «ζωτικού χώρου» υπό τη μορφή ακραίου επεκτατισμού, καθιστούσε μια μεγάλη πολεμική σύγκρουση αναπόφευκτη.

Το αυστριακό ταμπού

Επί δεκαετίες, το πλαίσιο κατανόησης και ερμηνείας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εστίαζε μονοδιάστατα στη Γερμανία, με σκληρό πυρήνα τη μιλιταριστική Πρωσία, που με αυτόν τον τρόπο, μετατράπηκε στον αποκλειστικό υπεύθυνο για τις συμφορές και τα εγκλήματα εκείνης της περιόδου. Οταν σίγησαν τα όπλα, ακολούθησαν οι «πόλεμοι της μνήμης» (Χ. Φλάισερ). Η μεταπολεμική Αυστρία αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοδιάστατης πρόσληψης και χρήσης του τραυματικού ναζιστικού παρελθόντος, ώστε να οικοδομηθεί ο μύθος της Αυστρίας ως πρώτο θύμα του (τέκνου της) Χίτλερ. Ετσι αποσιωπήθηκε το γεγονός ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της επιδίωκε την ένταξη αυτού του «κράτους, δίχως έθνος» στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ. Ταυτόχρονα, αγνοήθηκε η δυσανάλογα μεγάλη παρουσία Αυστριακών στις θέσεις–κλειδιά του ναζιστικού μηχανισμού εξόντωσης και καταπίεσης σε σχέση με τον πληθυσμό του Ράιχ (Α. Αϊχμαν, Αλ. Μπρούνερ, Ε. Καλτενμπρούνερ, Ο. Γκλομπόκνικ κ.ά.). Ακόμα και στην κατεχόμενη Ελλάδα οι επικεφαλής της Βέρμαχτ και των Ες Ες, Λέερ και Σιμάνα, ήταν Αυστριακοί. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση στην ίδια την Αυστρία για το παρελθόν–ταμπού αναζωπυρώθηκε μόλις στη δεκαετία του ’80: Με αφορμή την υπόθεση του Κουρτ Βαλτχάιμ, πρώην γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, ο οποίος το 1986 εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας, παρότι είχε αποσιωπήσει τη δράση του ως επιτελικού αξιωματικού της Βέρμαχτ στα κατεχόμενα Βαλκάνια. Τελικά, το 1991 αναγνωρίστηκε από τον καγκελάριο Φ. Βρανίτσκυ και επισήμως η συνυπευθυνότητα της Αυστρίας για τα ναζιστικά εγκλήματα.

* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι ειδικός επιστήμων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή: http://news.kathimerini..gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.